ΠΑΡΙΣΙ, 1908: Ο 25χρονος μεταπτυχιακός φοιτητής Νίκος Καζαντζάκης γράφει τις Σπασμένες Ψυχές, που δημοσιεύονται στον Νουμά στην Αθήνα σε 24 συνέχειες, το 1909-1910. Οι πρωταγωνιστές τού μυθιστορήματος (ο ιδεολόγος και χιμαιρικός φοιτητής Ορέστης, η αφοσιωμένη και εύθραυστη φίλη του Χρυσούλα και ο αιθεροβάμων, προγονόπληκτος καθηγητής Γοργίας) «σπάνε», κατά την οδυνηρή επαφή τους με την πραγματικότητα. Η μόνη αλώβητη από υπαρξιακά ή άλλα διλήμματα είναι η μοιραία Νόρα. ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2007: Οι Σπασμένες Ψυχές εκδίδονται για πρώτη φορά σε βιβλίο, πλήρεις και σχολιασμένες, με Πρόλογο του Εκδότη-Επιμελητή Δρος Πατρόκλου Σταύρου, Εισαγωγή τού Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών και βραβευμένου λογοτέχνη και κριτικού Βαγγέλη Αθανασόπουλου, αλλά και με άρθρο τού ίδιου τού Νίκου Καζαντζάκη, όπου απαντά σε αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση των πρώτων συνεχειών των Σπασμένων Ψυχών, εκθέτει το σκεπτικό και τις προθέσεις του, ακόμη και πτυχές τής ζωής των Ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι. Το εντυπωσιακότατο πλέγμα τής παρουσίας των Γραμμάτων και των Τεχνών στο μυθιστόρημα ξετυλίγεται στα εκτενή Παραθέματα της έκδοσης, η οποία περιέχει, επίσης, σπάνια φωτογραφία τού Νίκου Καζαντζάκη από το Παρίσι, τον καιρό που έγραφε τις Σπασμένες Ψυχές, στήλες από δημοσιεύσεις συνεχειών τού μυθιστορήματος στον Νουμά και δύο χειρόγραφα του συγγραφέα. «[...] Οι Σπασμένες Ψυχές είναι έργο τέλεια αρνητικό. Όλα τα πρόσωπά του είναι σπασμένα. Κι ο Ορέστης κ’ η Χρυσούλα, κι ο Γοργίας. »Ο Ορέστης κλεισμένος στο γραφείο του ξόδεψε τα νιάτα του σε δογκιχώτικα κονταροχτυπήματα. Χιλιάδες ιδέες, ωραίες μέσα στα βιβλία, κωμικές μέσα στη ζωή, αεροκυματίζουν στο μυαλό του. Χιλιάδες μέσα του ιδιότητες, ωραίες μα αντιφατικές κ’ επομένως ολέθριες, αναταραζόντανε ασυστηματοποίητες, απειθάρχητες, χωρίς καμιά κατεύθυνση ορισμένη, δέρνοντας πότε δω, πότε κει. Πότε τόνε ρίχναν ακράτητο στο κήρυγμα μιας καινούργιας Θρησκείας, πότε στο φριχτό κρεβάτι μιας γυναίκας, πότε στην έκσταση των μουσείων, πότε στην απογοήτεψη και το σκεπτικισμό. »Δεν ξέρει ο Ορέστης τι θέλει, μήτε τι μπορεί να θέλει. [...] »Τίποτα το ενιαίο, το συστηματικό, το πειθαρχημένο. Τον έδερνε μια αναρχία τέλεα ρωμαίϊκη. [...] »Έσπασε από την πρώτη μέρα που βγήκε στον καθαρόν αέρα όξω από το γραφείο του και μίλησε τόσο ορμητικά, ωραία κ’ επιπόλαια· επιπόλαια, γιατί η ζωή είναι αλλιώς, είναι πιο σκληρή η ζωή και πιο ανυπόταχτη και δε σκλαβώνει αυτή έτσι εύκολα τον καταρράχτη της στα γεωμετρικά, κανονικά αυλάκια που της χαράζει ο κάθε ανθρωπάκος. »Ρίχτηκε ο Ορέστης εναντίον τής Πραγματικότητας, πολύ απότομα και δογκιχώτηκα, κ’ έσπασε. Δεν έμαθε ο Ορέστης (κ’ είναι θανάσιμη για τον κάθε οργανισμό αυτή η άγνοια), δεν έμαθε με τι τρόπο πρέπει να πολεμήσομε την Πραγματικότητα και να προσπαθούμε να τη φέρνομε στα νερά μας. Η Πραγματικότητα είναι σαν τα δυνατά κι άγρια ζώα. Άμα τη χαδέψεις λίγο, άμα την αγαπήσεις, κυλιέται στα πόδια σου και σου γλείφει τα χέρια. Αν αντάρτικα ριχτείς καταπάνω της, το ξύλινο κοντάρι σου σπα, κι όχι μόνο δεν κατορθώνεις τίποτα, μα και μπορεί μ’ ένα κίνημα του χοντρότατου χεριού της να σε κάμει χίλια κομμάτια. [...] »Η Χρυσούλα πάλι, από τις γυναίκες τις ευγενικές κ’ ευκολόσπαστες, που στις φλέβες τους δεν τρέχει αίμα, γάλα μόνο και ροδόσταμο. [...] Η πολλή της καλοσύνη την είχε αφοπλίσει απ’ όλα τα όπλα, όχι μόνο τα επιθετικά μα και τ’ αμυντικά, που χωρίς αυτά σκοτωνόμαστε στον αγώνα τής ζωής. [...] Λυγίζει, σκλάβα τής Καλοσύνης και της Αγάπης, στριγμώνεται σε μια γωνιά τής κάμερας, χαμογελά και πεθαίνει. »Κ’ είναι κι ο Γοργίας, που ζει και δε ζει, παραμιλεί και δε μιλεί, κοιτάζει και δε βλέπει. Προγονόπληχτος παραδέρνει σε κόσμους ωραίους μα ανύπαρχτους και δεν μπορεί ποτέ του να νιώσει πως κάμποσα χρόνια περάσανε από την “εν Σαλαμίνι” ναυμαχία. »Αφαιρεμένος, ονειροπλανταγμένος. Τόνε κλέφτουνε μια μέρα κι αντί να πάει στην αστυνομία να καταγγείλει την κλεψιά, πάει στην Αφροδίτη τής Μήλου να της πει τον πόνο του. [...] »Άνθρωποι κ’ οι τρεις σπασμένοι. Άνθρωποι με ωραιότητες μέσα τους, μα με τόση επιπολαιότητα κι ονειροπόλα αντίληψη, που μήτε ωφέλιμοι είναι στην κοινωνία μήτε καν βιώσιμοι. Μέσα τους έχουνε το χαμό τους. Και τους σακάτηδες αυτούς η Ζωή, καλύτερη διοργανωμένη ανθρώπινη αστυνομία, τους σαρώνει ένα πρωί όλους κι αφήνει τη θέση αδειανή για άλλους οργανισμούς πιο δυνατούς (ας είναι και πιο παχύδερμοι) και πιο προσαρμοσμένους στην αληθινή τριγύρω τους ζωή. »Βλέπετε ήτανε αδύνατο παρά αρνητικά να γραφούνε οι Σπασμένες Ψυχές. [...]» (Απόσπασμα από Σημείωμα του Νίκου Καζαντζάκη για το μυθιστόρημά του Σπασμένες Ψυχές, στον Νουμά τής 27.9.1909. Ολόκληρο το Σημείωμα αναδημοσιεύεται στις σελ. 305-313 της έκδοσής μας.)