– Κλείνω τα μάτια και τον βλέπω ζωντανό μπροστά μου να μου χαμογελάει. Πες μου, αλήθεια, πέθανε; Αφού τον βλέπω… έτσι γλυκό και τρυφερό… και μου χαμογελάει.
– Ναι, Ελένη, μητέρα, πέθανε πριν σαράντα χρόνια.
– Πω, πω, τόσα πολλά…
– Ναι, Ελένη, συμπληρώνονται φέτος σαράντα χρόνια από τότε που τον πήρε ο Άι-Δημήτρης, την ημέρα τής γιορτής του, 26 Οκτωβρίου.
– Αυτό δεν είναι δικό σου… Είναι του Άγγελου Σικελιανού, που έγραψε ποίημα για τον χωρισμό τους.
– Ναι, έγραψε ένα ποίημα-αποχαιρετισμό, περί το 1922-1923. Ο Σικελιανός κράτησε για άγιό του, ας πούμε, τον Άι-Γιώργη με το ψαρί το άλογο και έδωσε στον Νίκο τον Άι-Δημήτρη με το άλογο το σιδερί.
– Πολύ τον αγαπούσε τον Άγγελο ο Νίκος. Και την Άννα. Τους αγαπούσαμε πολύ.
– Η Άννα σε χαιρετάει. Θέλει να έλθει να σε δει.
– Κι εγώ την επιθύμησα πολύ. Θυμάμαι, όταν ερχόντανε στην Αίγινα, τα γέλια τού Νίκου και του Άγγελου τράνταζαν το σπίτι, ώς τη θάλασσα. Ήταν φίλοι αληθινοί.
– Άννα, τη ρώτησα εγώ μια μέρα, θυμάσαι εκείνα τα γέλια του Άγγελου και του Νίκου;
– Και βέβαια τα θυμάμαι, μου είπε. Και ήταν και κάτι μικρές κουκουβάγιες εκεί που, μόλις τους άκουαν, πετούσαν κοντά μας, στα κεραμίδια, στο φράχτη, και κουκουβάγιζαν, πώς να το πεις, σαν να έπαιζαν μαζί τους και τους παράβγαιναν.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883, 18 Φεβρουαρίου, όπως αναγράφεται στο πίσω μέρος μιας εικόνας των Εισοδίων της Θεοτόκου, που φύλαγε ο καπετάν Μιχάλης. Και αναγεννήθηκε το 1924, μετά που γνώρισε την Ελένη. Συνέζησαν για είκοσι ένα χρόνια και τέλεσαν τους γάμους τους το 1945, στις 11 Νοεμβρίου, στην εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού. Έζησαν μια κανονική ερωτική και συζυγική ζωή και πριν και μετά τον γάμο τους. Ο Νίκος γνώρισε στην Ελένη όλες τις πριν από αυτήν φίλες και ερωμένες του. Τις δεχόταν και ύστερα, τον καιρό τής συμβίωσής τους, υπό την προϋπόθεση να είναι και η Ελένη στο σπίτι.
Δύο ακριβώς χρόνια μετά τη γνωριμία τους, ο Νίκος και η Ελένη με δύο φίλες τους, τις αδελφές Μαρίκα και Καίτη Παπαϊωάννου, τον Μάιο του 1926 επισκέπτονται την Κύπρο, που πάντα αγαπούσαν. Η οριστική τους συμβίωση αρχίζει από τη Ρωσία τον Αύγουστο του 1928. Την κάλεσε τότε να τον συναντήσει στη Μόσχα. Ουδείς σήμερα μπορεί να φαντασθεί πόση τόλμη χρειαζόταν για μια τέτοια παρέκκλιση από τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα της εποχής. Αν δεχόταν την πρόσκληση, της είπε, δεν θα υπήρχε πλέον οδός υπαναχώρησης και γυρισμού. Θα έπρεπε να μείνει για πάντα μαζί του. Θα γνώριζε δυσκολίες και μπορεί απρόσιτες να τής ήσαν οι υλικές ανέσεις. Για ένα μόνο πράγμα έπρεπε να είναι σίγουρη: μαζί του δεν θα έπληττε ποτέ. Αλλά, της είπε, δεν τον ήξερε τόσο καλά, ώστε να πάρει μια τελεσίδικη απόφαση, καθοριστική για τη ζωή της.
Τη συμβούλευσε να πάει στο Ντόρνμπουργκ της Γερμανίας και να ζητήσει τη γνώμη τής Έλσας Λάνγκε, φίλης και πρώην ερωμένης του, «της σιωπηλής κυρίας τής Ιένας». Τα λίγα λόγια της Έλσας «βάραιναν στη ζυγαριά της Μοίρας μου», θα γράψει αργότερα η Ελένη: «Μπορείτε να τον εμπιστευτείτε. Μια φλόγα τον καίει κι όμως δε χάνει μήτε λεφτό την αίσθηση της ζωής. Ισορροπημένος, τέλεια φυσιολογικός… Κι ό,τι κι αν συμβεί, μη μετανιώσετε ποτέ που ακούσατε το κάλεσμά του.
Θα σας παρακολουθώ με τη σκέψη μου, θα είμαι δίπλα σας στις δύσκολες στιγμές. Είναι γυμνός σαν τον Άγιο Σεβαστιανό. Προφυλάξετέ τον από τα βέλη…» Φαντασθήτε τι μεγαλείο! Η πρώην ερωμένη να δίνει αυτές τις συμβουλές στη νέα σύντροφο και μέλλουσα σύζυγο του παντοτινού αγαπημένου της. Η γνωριμία τους αυτή εξελίχθηκε σε αληθινή διά βίου φιλία.
Έτσι έφυγε για τη Μόσχα η Ελένη και έμεινε από τότε για πάντα μαζί του. Έγινε τελικά η «εύθραυστη» Αθηναία, «το εφταγύναικο, το εφταπέτσινο σκουτάρι της ζωής του που καμιά σαγίτα δεν το περνάει». Αλλ’ από πόσα βέλη να τον προφυλάξει η νεαρή Αθηναία, με τις Κωνσταντινουπολίτικες και τις Κρητικές ρίζες, έστω κι αν κάποτε γινόταν ατσάλι; Η πρώτη σύζυγός του Γαλάτεια τον διέσυρε και έγραψε ακόμη και λιβελλογραφικό βιβλίο εναντίον του. Η Ελένη το διάβασε, εκείνος αρνήθηκε. «Καημένη Γαλάτεια, δεν της άξιζε τέτοιο τέλος», είπε με θλίψη κουνώντας το κεφάλι του. Η αδελφή της Γαλάτειας, η Έλλη Αλεξίου, είπε ότι περίπου δεν μπορούσε να είναι «ανθρώπινος» ο Καζαντζάκης, ένας άνθρωπος που ούτε καν ένα ζώο είχε ποτέ στο σπίτι του. Απάντησα τότε δημοσιεύοντας φωτογραφία του με τη γατούλα τους, τη Σμινθίτσα (Σμινθεύς ήταν λατρευτικό όνομα του Απόλλωνος ως εξολοθρευτού των ποντικών), η οποία στην κατοχή έσωσε από θάνατο τον Καζαντζάκη (από δηλητηρίαση από αναθυμιάσεις μονοξειδίου του άνθρακα. Ο Καζαντζάκης έγραφε απορροφημένος στο γραφείο του, δίπλα στο μαγκάλι, όπου πρόσεξε τη γατούλα να σηκώνεται και να παραπαίει προς την πόρτα του γραφείου. Ανήσυχος, την ακολούθησε. Και οι δύο λιποθύμησαν μόλις βγήκαν στον διάδρομο και έτσι σώθηκαν από ασφυξία.), μαζί με απόσπασμα από γράμμα του προς την Ελένη, από την Αίγινα στην Αθήνα: «Η Σμινθίτσα προοδεύει… Αν μείνει μερικούς μήνες μαζί μου, ή θα μάθω να νιαουρίζω ή θα μάθει να μιλά ελληνικά τσάτρα-πάτρα…»
Τώρα ο Καζαντζάκης χαμογελάει από το υπερπέραν, πέρα από τα ανθρώπινα, τα οποία, άλλωστε, είχε υπερβεί από τον καιρό τής φθαρτής του ύπαρξης και της οδοιπορίας του πάνω στη φλούδα τής γης. Μιας τραχείας ανηφορικής πορείας για να βρει τον σκοτεινό όγκο τού Θεού και να ενωθεί μαζί του. Σ’ αυτό τον κακοτράχαλο ανήφορο της σαρανταπληγιασμένης ψυχής του, που με τόσες πίκρες ποτίστηκε από θεούς και από ανθρώπους, είχε μια μόνο παρηγοριά ο Νίκος Καζαντζάκης, την τρυφερή συντροφιά τής Ελένης, της «γενναίας συναθλητίνας» του, που τον τύλιγε μέσα στην αστείρευτη αγάπη και φροντίδα της και έκανε το σπίτι τους «κουκούλι» –έτσι το έλεγαν και το έγραφαν– για να μεταμορφώνει εκείνος σαν μεταξοσκώληκας σε μετάξι τη γραφή του.
Το υλικό τής δημιουργίας του έπαιρνε από την Κρήτη, από την Ελλάδα, από την οικουμένη, από το βάθος τής ψυχής τού ανθρώπου και από το θεογονικό μυστήριο του σύμπαντος. Αλλά σ’ αυτή τη ζωή και δημιουργία σαν μεταξοσκώληκας ο Νίκος Καζαντζάκης, σκληρός και αδυσώπητος για τον εαυτό του και καλός και συγκαταβατικός για τους άλλους, είχε την Ελένη σαν το αειθαλές φύλλο συκαμινιάς, στο οποίον ήταν προσκολλημένος. Από την Ελένη, απερίσπαστος από βιοτικές σκοτούρες, αντλούσε γαλήνη, σιγουριά και άνεση συγγραφής. Αυτή η «εύθραυστη Αθηναία», όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε στην αμμουδιά τής Ραφήνας στις 19 Μαΐου 1924, την επόμενη μέρα τής γνωριμίας τους, μέσα στις μύριες δυσκολίες τους, τού δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες πνευματικής δημιουργίας. Ακούμπησε εκείνος απάνω της με εμπιστοσύνη και εκείνη τον στήριζε, πάντα προσατενίζοντάς τον με θαυμασμό και αγάπη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης αισθάνθηκε λυτρωμένος και έζησε σαν άνθρωπος κανονικός και ήρεμος ακόμα και μέσα στον τάραχο του πνευματικού και του ψυχικού του προβληματισμού και των εξωτερικών διώξεων και καταδιώξεών του, όταν γνώρισε την Ελένη. Προηγουμένως, τού περίσσευαν η ανήσυχη πίκρα και ο σπαραγμός τής αμφιβολίας, παρά τις δικές του τρυφερότητες.
Ξαναβρήκε το γέλιο και τη χαρά στην ακτινοβολούσα σωματική και ψυχική ομορφιά τής εικοσάχρονης Ελένης, που του έγινε λευκό φτερό για το χάδι τού σώματος και της ψυχής, φτερό γραφής. Η ωραία Ελένη τού δακτυλογραφούσε τα κείμενα, αυτήν ρωτούσε για αποτίμηση της αξίας τους και τα έσχιζε ή τα άλλαζε, αν της απάρεσκαν. Η Ελένη ήταν σαν τη μάνα του, που είχε «την καλοσύνη τής γης», και ας τους χώριζαν τα είκοσι –πολλά για την εποχή– χρόνια τής ηλικίας τους. Αυτή ήταν η φίλη και σύντροφός του, η ερωμένη και σύζυγός του, η γραμματέας και βοηθός του σε όλα, ο φύλακας άγγελός του, η καθημερινή επιμελητεία του για τις βιοτικές και τις προσωπικές ανάγκες.
Ήταν τόσο σε όλα απόλυτη η αγάπη και η ταύτισή τους, ώστε και «παιδί μου» να τον πει η Ελένη το τελευταίο δραματικό βράδυ της αποδημίας του: «Νιώθεις καλύτερα, παιδί μου;» Για όλα εκείνη νοιαζόταν, για όλα φρόντιζε. Όταν ο ίδιος, μια μέρα, βγήκε από το σπίτι τους στην Αντίμπ για να αγοράσει ψάρι για τον γάτο τους και χοιρινές κοτολέτες για τον ίδιο:
– Auriez-vous une culotte de porc? ρώτησε τον κρεοπώλη.
– Non, Monsieur, j’ai une culotte d’homme! απάντησε ο χασάπης.
Έφυγε και πήγε σ’ άλλο… κιλοτάδικο, έγραψε τότε στην Ελένη (που βρισκόταν στο Βισύ για ιαματικά λουτρά), και αγόρασε ψάρι και κοτολέτες, όπως ήθελε. Αφηρημένος, είχε ζητήσει μια χοιρινή κιλότα και όχι μια χοιρινή κοτολέτα και ο χασάπης του είπε ότι είχε μόνο κιλότα ανθρώπου.
Η Ελένη τον κρατούσε στη ζωή και δεν τον άφησε να πεθάνει από την πείνα τον καιρό τής Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και να δυστυχεί τον πρώτο καιρό τής εγκατάστασής τους στη Γαλλία. Τότε η αεικίνητη Ελένη μάζευε αγριόχορτα από την αυλή τους και από τα χωράφια στην Αίγινα και έπαιρνε καμιά φορά και λίγο φαγητό από το συσσίτιο των φυλακισμένων στις Φυλακές τής Αίγινας για τον Νίκο της. Στην Αθήνα αρνήθηκαν να της δώσουν ένα πιάτο φαΐ για τον άνθρωπό της γιατί, της είπαν, ο Καζαντζάκης είναι κομμουνιστής! Στη Νίκαια της Γαλλίας δεν είχε χόρτα τού βουνού και η Ελένη μάζευε τα φοινίκια κάτω από τα φοινικόδεντρα, στο πάρκο τής πόλης, τα καθάριζε, τα έβαφε, τα τρυπούσε, τα περνούσε από κλωστή, τα έκανε κολιέ και τα πουλούσε στους τουρίστες για να θρέψει τον Νίκο της.
Υπάρχει φωτογραφία τού Νίκου Καζαντζάκη την εποχή τής Γερμανικής κατοχής στην Αίγινα, όπου μοιάζει περισσότερο με ακτινογραφία παρά με ζωντανό άνθρωπο. Στη νότια Γαλλία έφθασε ήδη στην κατατρόπωση της ύλης, στην εξαΰλωση, στην πνευματοποίηση. Αργότερα, σ’ ένα νοσοκομείο οι γιατροί, έκπληκτοι και περίεργοι για τις διαφαινόμενες παλαιές σωματικές κακουχίες του, ρώτησαν την Ελένη αν ο σύζυγός της είχε διατελέσει κρατούμενος σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Για τίποτε και ποτέ δεν ντράπηκε σε όλη τη ζωή της με τον Νίκο η Ελένη, εξαίρετη συγγραφέας και η ίδια. Αυτοβούλως, όμως, αφιέρωσε το ταλέντο της στον βωμό τού έρωτα και της παραδοχής ενός μεγάλου, που αποφασιστικά και αυτή συνέβαλε για να μεγαλουργήσει περισσότερο. «Τριάντα τρία χρόνια μαζί του δεν ντράπηκα ποτέ για κακή του πράξη», θα γράψει στο βιογραφικό βιβλίο της Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ασυμβίβαστος, που ο ίδιος τής άφησε υποθήκη να συγγράψει μετά τον θάνατό του. Και εκείνος, στη δική του μυθιστορηματική αυτοβιογραφία Αναφορά στον Γκρέκο, εξομολογείται στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο ως στρατηγό γενάρχη συμπατριώτη του: «Είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: “Βλογημένη να ’ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!”».
Αλλά και μαζί με τον Άγιο Φραγκίσκο την κατάτασσε. Έγραψε στις 8 Ιουνίου 1953 στον Σουηδό φίλο του Börje Knöss από το νοσοκομείο νοσηλείας του στο Παρίσι: «Η ζωή μου είναι σκοτεινή κι απελπισμένη τόσους μήνες μέσα στους τοίχους της Κλινικής και του Νοσοκομείου· αν δεν υπήρχαν η Ελένη κι ο Φραγκίσκος, θαρρώ, δε θα μπορούσα να βαστάξω. Θ’ άνοιγα την πόρτα και θά ’φευγα.»
Μίλησα περισσότερο για τις δυσκολίες, γιατί σ’ αυτές χαλκεύεται αδαμάντινος ο χαρακτήρας των ανθρώπων και αποκαλύπτεται το ψυχικό μεγαλείο τους. Είχαν και ώρες χαράς και ευτυχίας, όπως π.χ. τον Απρίλιο του 1957 στις Κάννες με την πρεμιέρα τής ταινίας τού Ζυλ Ντασσέν Αυτός που πρέπει να πεθάνει, βασισμένης στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Ο Νίκος της, με το λεπτό χιούμορ του, την έλεγε «Κρητική ατ-υ/οι-χογραφία». Δεν καθόριζε, όμως, την ορθογραφία, με υ ή με οι; Ήταν η Ελένη η τυχερότερη «άτυχη».
Η Ελένη απέβη η πνευματική επιβίωσή του, γεμάτη τρυφερότητα, καλωσύνη, ευγένεια και χάρη, σαν μια αντανάκλαση αυτών και άλλων αρετών από την ωραία και γενναία ψυχή εκείνου, ψυχή εθνικά Ελληνική και οικουμενικά πανανθρώπινη.
«Διψώ!... Διψώ!... Διψώ!...» ήταν ο τελευταίος τής ζωής του λόγος, αυτού του αξεδίψαστου της λευτεριάς, της τιμής και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
«Νίκος μου, Νίκος μου… κουράγιο αγάπη μου… Αύριο θα φέξει πάλι ο ήλιος, θαυμάσιος!» παρακαλούσε μόνη στο προσκεφάλι του, στις 26 Οκτωβρίου 1957, στην Πανεπιστημιακή Κλινική τού Φράιμπουργκ της Γερμανίας, φωνάζοντας σε βοήθειά της όλους τους αγίους, η σύντροφος και σύζυγός του Ελένη, για να καταγράψει ως κατακλείδα στη βιογραφία του: «Όρθιος, όπως έζησε, παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά που, αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και, χωρίς να στραφεί πίσω, διάβηκε το κατώφλι».
Διάβηκε το κατώφλι ο Νίκος Καζαντζάκης και έγινε ήλιος τού πνεύματος. Και η Ελένη του; Δεν άντεχε στην Αντίμπ, μετοίκησε στη Γενεύη και γύρισε στην Αθήνα, συνεχίζοντας πάντοτε την αφιερωματική υποδειγματική μεταθανάτια διακονία του.
Στα βαθιά της υπερήφανα και χαρισματικά γεράματα κλείει τα ένυλα μάτια τού σώματος και τον βλέπει με τα άυλα μάτια τής ψυχής:
– Νίκος μου, Νίκος μου… κουράγιο αγάπη μου…
»Πες μου, αλήθεια, πέθανε;»
– Ελένη μας, Ελένη μας, κουράγιο αγαπημένη μας! Ο Νίκος σου δεν πέθανε. Ζει στις καρδιές των ανθρώπων. Και μιλά όλες σχεδόν τις ανθρώπινες γλώσσες και διαλέκτους. Και διαλέγεται πλέον με την αιωνιότητα.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Ελένης Ν. Καζαντζάκη,
Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ασυμβίβαστος
(σελ. 653-655)
Μόνη μου στο προσκέφαλο του αγαπημένου μου, φώναζα όλους τους άγιους βοήθειά μου.
—Νίκος μου, Νίκος μου, του έλεγα, τριήμερος είναι, θα περάσει. Κουράγιο, αγάπη μου. Σήμερα το βράδυ ο πυρετός θα πέσει. Αύριο θα φέξει πάλι ο ήλιος, θαυμάσιος!
Τα έλεγα και τα πίστευα.
—Ναι... ναι... έγνεφε ο Νίκος με το κεφάλι και μου ζητούσε νερό να ξεδιψάσει.
—Θυμηθείτε τον Μπέργκσον, την επιστράτεψη! Επιστρατέψτε τις δυνάμεις σας, σάς ικετεύω!
—Ναι... ναι... έγνεφε ο Νίκος και ζητούσε πάλι να πιει να ξεδιψάσει.
Το Σάββατο εκείνο ήρθαν δύο ιερωμένοι στο δωμάτιό μας: ο καθολικός παπάς κι ο αγγλικανός πάστορας. Ο Νίκος γύρισε το πρόσωπό του στον τοίχο.
Ούτε μια στιγμή δεν έβαλε ο νους μου το κακό.
—Νίκος μου, του είπα, δεν είταν ευγενικό αυτό που κάματε. Οι καημένοι ήρθαν να σας δουν, νομίζοντας πως σας κάνουν ευχαρίστηση. Είναι σήμερα και του Αγίου Δημητρίου.
Δεν είπε τίποτα, γύρισε μονάχα το πρόσωπό του σε μένα και ζήτησε νερό να πιει να ξεδιψάσει.
—Νιώθεις καλύτερα, παιδί μου;
—Ναι... ναι...
—Πονάς πουθενά;
—Όχι... διψάω!
Κάποτε είδα πως έφερνε το δάχτυλό του στα χείλια του. Νόμιζα πως ήθελε να ξυστεί, γιατί με τον πυρετό το χείλι άρχιζε πάλι να ερεθίζεται.
—Σας τρώει;
—Ναι, έκαμε ο Νίκος με το κεφάλι.
Μου έλεγε ψέματα, το κατάλαβα αργότερα. Προσπαθούσε να δει αν η όρασή του είχε λιγοστέψει. Γιατί σε λίγες ώρες, δε μπορώ να πω πότε, τα μάτια του γλάρωσαν.
—Νίκος μου, Νίκος μου, φώναξα, με ακούς, αγάπη μου;
Έμεινε ακίνητος. Η «παιδική καρδιά» του—ο γιατρός έλεγε πως ο Νίκος είχε καρδιά παιδιού—χτυπούσε ακόμα. Η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη και πιο σύντομη. Πήρα το αριστερό του χέρι, το μεταξωτό, ποτέ ιδρωμένο, το απόθεσα στο κεφάλι μου:
—Δώσ’ μου την ευχή σου, Καλέ μου. Κάνε ν’ ακολουθήσω πάντα το δρόμο που χάραξες.
Το χέρι έμεινε ώρα πολλή πάνω στο κεφάλι μου. Ζεστό, μεταξωτό, πάντα δροσερό, όπως το αγαπούσα. Έπειτα το απόθεσα απαλά πάνω στα σεντόνια.
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρχε πια. Θά ’θελα ν’ ανοίξω πόρτες και παράθυρα και να φωνάξω:
—Φεγγάρι, άστρα, δέντρα, νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!
Ντράπηκα. Αν είμουν «θεατής», δε θα θαύμαζα και δε θα ευχόμουν ένα τέτοιο θάνατο;
Η δεύτερη νύχτα, η πηχτή νύχτα του θανάτου, έκλεινε τον κύκλο, τα τριάντα τρία χρόνια φως. Γύρισα δίπλα του, τον κοίταζα πολλή ώρα. Του έκλεισα τα μάτια, τα μικρά του μάτια, πού ’χαν το χρώμα της ελιάς, καλά, πειραχτούλικα, που δε θα ’βλεπαν ποτέ πια τον ήλιο.
Όρθιος, όπως έζησε, παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά, που αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, και, χωρίς να στραφεί πίσω, διάβηκε το κατώφλι.