1883. Φεβρουαρίου 18, μέρα Παρασκευή. Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννιέται στο Ηράκλειο (το Μεγάλο Κάστρο) τής τουρκοπατημένης Κρήτης.
Ο πατέρας του (1856 - Δεκ. 1932) ονομαζόταν Μιχάλης, και καταγόταν από το χωριό Βαρβάροι τής επαρχίας Πεδιάδος τού νομού Ηρακλείου. Ήταν εμπορευόμενος (γεωργικά προϊόντα, κρασί κλπ.) και κτηματίας· το μαγαζί του το είχε στη συνοικία Καμαράκι στο Ηράκλειο και τα κτήματα (σταφιδάμπελα και μετοχόσπιτο) έξω από την πολιτεία. Στις 23 Απριλίου 1882 είχε στεφανωθεί τη Μαρία Χριστοδουλάκη († Μάρτιος 1932), που καταγόταν από το χωριό Ασυρώτοι τής επαρχίας Μυλοποτάμου τού νομού Ρεθύμνης. Έπειτα από το Νίκο, ο Μιχάλης κι η Μαρία (ή Μαριγώ) Καζαντζάκη απόχτησαν άλλα τρία παιδιά: την Αναστασία (την κατόπι σύζυγο Μιχαήλ Σακλαμπάνη) στις 6 Οκτωβρίου 1884, την Ελένη (την κατόπι σύζυγο Αριστείδη Θεοδοσιάδη) στις 13 Απριλίου 1887, και το Γιώργο στα 1890. Ο Γιώργος πέθανε σε βρεφική ηλικία.
1889. Κατά την Κρητική Επανάσταση του ’89, η οικογένεια Καζαντζάκη καταφεύγει για έξι κάπου μήνες στον Πειραιά. Ο νεαρός Κ. πρωτογνωρίζει τη ζωή τής προσφυγιάς.
1890-96. Λαβαίνει τη στοιχειώδη μόρφωση στα σχολεία τού Ηράκλειου.
1897-99. Ακολουθώντας πάλι την οικογένειά του, που καταφεύγει στη Νάξο κατά την τελευταία μεγάλη Κρητική Επανάσταση, εγγράφεται ως ημισύσσιτος μαθητής στη Γαλλική Εμπορική Σχολή τού Τίμιου Σταυρού. Εκεί διδάσκεται τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα και κάνει την πρώτη γνωριμιά με το δυτικό πολιτισμό μέσα από τη γαλλική λογοτεχνία. Η φοίτησή του διαρκεί ως τον Ιανουάριο του 1899.
1899-1902. Φοιτά στο γυμνάσιο του Ηράκλειου (γυμνασιάρχης ο Χρίστος Ανδρούτσος, και έπειτα ο Ιωάννης Περδικάρης). Στην τελευταία τάξη έχει δώδεκα συμμαθητές όλους-όλους. Σε μια σχολική παράσταση του «Οιδίποδα Τύραννου» παίζει τον Κρέωνα.
1902. Σεπτεμβρίου 20. Έρχεται στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές.
1902-06. Φοιτά στη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα καλοκαίρια τα περνά στην Κρήτη. Το δίπλωμα του διδάκτορος της Νομικής το παίρνει με άριστα (9 Δεκεμβρίου 1906· πρύτανις Ν. Γ. Πολίτης, κοσμήτωρ Δ. Θεοφανόπουλος, γραμματεύς Κ. Παλαμάς).
1906. Πρωτοπαρουσιάζεται στα ελληνικά Γράμματα με το δοκίμιο «Η Αρρώστεια τού αιώνος», που το δημοσιεύει στο περιοδ. «Πινακοθήκη» (Μάρτ.-Απρ.-Μάιος 1906). Υπογράφει με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή.
Περνά το καλοκαίρι του στο Ηράκλειο. Εκεί γράφει (τον Αύγουστο) το δράμα «Ξημερώνει». Από τον Οκτώβριο κι ύστερα εγκαθίσταται στην Αθήνα, σ’ ένα δωμάτιο στην οδό Σίνα 14.
Δημοσιεύει το πρώτο του βιβλίο: Κάρμα Νιρβαμή, «Όφις και Κρίνο», Αθήνα 1906 (σελίδες 95). Είναι αφιερωμένο στην «Τοτώ μου» (= τη Γαλάτεια Αλεξίου, την κατόπι σύζυγό του).
1907. Τον Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο συνεργάζεται ως χρονογράφος, με το ψευδώνυμο Ακρίτας, στην εφημ. «Ακρόπολις».
Μάιος. Το δράμα του «Ξημερώνει» επαινείται στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα, με εισηγητή τον Σπυρίδωνα Λάμπρο.
Ιούλιος. Το δράμα του παίζεται στο θέατρο «Αθήναιον».
Οκτωβρίου 1. Φτάνει στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές. Εγκαθίσταται σ’ ένα ξενοδοχείο στη rue des Carmes, αριθ. 3, κι έπειτα σ’ ένα άλλο στη rue de Sommerard, 13 (και τα δυο στο 5ο διαμέρισμα). Στέλνει μερικές ανταποκρίσεις στην αθηναϊκή εφημερίδα «Νέον Άστυ» υπογράφοντας: Ν., Κάρμα Νιρβαμή, Ακρίτας.
Νοέμβριος. Το περιοδ. «Πινακοθήκη» δημοσιεύει μια σκηνή από την γ΄ πράξη τού δραματικού έργου του «Φασγά». Προς το τέλος τού χρόνου, γράφει και άλλο θεατρικό έργο με τον τίτλο «Έως πότε;» (τα υποβάλλει αμέσως και τα δυο στο δραματικόν αγώνα τού Πανεπιστημίου Αθηνών).
1908. Ίσαμε τα τέλη Ιουνίου διαμένει στο Παρίσι. Ακούει πανεπιστημιακά μαθήματα στη Νομική Σχολή, αλλά κυρίως παρακολουθεί τη διδασκαλία τού Henri Bergson στο Collège de France.
Γράφει τις «Σπασμένες Ψυχές» (που δημοσίευσε στο «Νουμά», από τον Αύγουστο 1909 κι ύστερα, με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης), τη διατριβή «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία τού δικαίου και της πολιτείας» κ.ά.
Ιούλιος-Νοέμβριος. Περνά τις διακοπές του στην Κρήτη.
Νοεμβρίου τέλη. Γυρίζει στο Παρίσι. Εγκαθίσταται σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στη rue Cardinal Lemoine, 12 (πάντα στη Λατινική Συνοικία).
1909. Ιανουάριος-Φεβρουάριος. Διαμένει στο Παρίσι. Συμπληρώνει τη διατριβή του για το Νίτσε και σχεδιάζει τα μυθιστορήματα «Ζωή η αυτοκρατόρισσα» και «Θεάνθρωπος», που έμελλε ν’ αποτελέσουν μαζί με τις «Σπασμένες ψυχές» μιαν τριλογία.
Μάρτιος. Το πρώτο δεκαπενθήμερο το περνά στη Φλωρεντία (via Ventisette Aprile, 16). Το δεύτερο δεκαπενθήμερο και καμιά δεκαριά μέρες από τον Απρίλιο τις περνά στη Ρώμη.
Τέλη Απριλίου γυρίζει στο Ηράκλειο κρατώντας τα χειρόγραφα του «Πρωτομάστορα» και του «Νίτσε». Δημοσιεύει αμέσως το τελευταίο: Ν. Μ. Καζαντζάκη, δ.ν., εναίσιμος επί υφηγεσία διατριβή, «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία τού δικαίου και της πολιτείας», εκ των καταστημάτων Στ. Μ. Αλεξίου, εν Ηρακλείω Κρήτης, 1909 (σελίδες 93).
Δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης τη «μονόπραχτη τραγωδία» «Κωμωδία» στην «Κρητική Στοά» τού Ηράκλειου (σσ. 125-144). Συνάμα δημοσιεύει το φιλοσοφικό μελέτημα «Η επιστήμη εχρεωκόπησε;» στο περιοδ. «Παναθήναια» (15 Νοεμ., σσ. 71-75).
1910. Από το μήνα Απρίλιο εγκαθίσταται στην Αθήνα. Σε λίγο, έρχεται από το Ηράκλειο να τον ανταμώσει η Γαλάτεια Αλεξίου (Πετρούλα Ψηλορείτη). Καθίζουν μαζί στην οδό Κνωσού, στα Πατήσια, σ’ ένα παλιό ανωγοκάτωγο σπίτι μέσα στον κήπο τού Φλεριανού. Στο ισόγειο κάθεται ο περβολάρης, ο «Ρουμάνος», με τη γυναίκα του· στο ανώγειο ο Κ. με τη συντρόφισσά του.
Μάιος. Η τραγωδία του «Θυσία» (που δημοσιεύτηκε έπειτα με τον τίτλο «Ο Πρωτομάστορας») βραβεύεται με χιλιόδραχμο βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικόν Αγώνα, με εισηγητή το Σ. Κ. Σακελλαρόπουλο.
Ιούνιος. Διορίζεται γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας, αλλά δεν αποδέχεται το διορισμό.
Δημοσιεύει τον «Πρωτομάστορα»: Πέτρος Ψηλορείτης, «Ο Πρωτομάστορας», τραγωδία, Αθήνα, Έκδοσις «Παναθηναίων», 1910. Τον αφιερώνει του Ίδα (Ίωνος Δραγούμη).
Λαβαίνει μέρος στην Ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου».
Εξασφαλίζει τα μέσα τού βίου μεταφράζοντας φιλοσοφικά και επιστημονικά συγγράμματα για τον Αθηναίο εκδότη Γεώργιο Φέξη.
1911. Ιούνιος-αρχές Οκτωβρίου. Παραθερίζει στο χωριό Κράσι (της επαρχίας πεδιάδος του νομού Ηρακλείου) με τη Γαλάτεια Αλεξίου και την οικογένειά της.
Οκτωβρίου 11. Στεφανώνεται στο Ηράκλειο τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησιά τού Άγιου Κωνσταντίνου (του Νεκροταφείου), με κουμπάρο τον παλιό συμμαθητή και συμφοιτητή του Γεώργιο Φανουράκη. Το νέο αντρόγυνο εγκαθίσταται, έπειτα από λίγο, στην Αθήνα, οδός Χαρ. Τρικούπη, 120.
1911-15. Ο εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη δημοσιεύει τις ακόλουθες μεταφράσεις τού Κ., που αποτελούν κι αυτές μια μαρτυρία για την κατεύθυνση του πνεύματός του: William James, «Η θεωρία τής συγκινήσεως», 1911. Νίτσε, «Η γέννησις της τραγωδίας», 1912. Νίτσε, «Τάδε έφη Ζαρατούστρας», 1913. J. P. Eckermann, «Συνομιλίαι Έκκερμαν με τον Γκαίτε», 1913. C. A. Laisant, «Η αγωγή επί τη βάσει τής επιστήμης», 1913. M. Mæterlinck, «Ο θησαυρός των ταπεινών», 1913. Charles Darwin, «Περί της γενέσεως των ειδών», 1915. Louis Büchner, «Δύναμις και ύλη», 1915. H. Bergson, «Το γέλιο», 1915. Πλάτωνος, «Αλκιβιάδης-Αλκιβιάδης δεύτερος», 1912. Πλάτωνος, «Ίων - Μίνως - Δημόδοκος - Σίσυφος - Κλειτοφών».
1912. Προς το τέλος τού χρόνου, το ζεύγος Κ. μετοικεί στην οδό Αναγνωστοπούλου 30β (όπου έμελλε να μείνει ίσαμε το 1922, με διακοπή ενός χρόνου, στα 1915).
Δημοσιεύει ένα μακρό δοκίμιο για τον Μπερξόν στο «Δελτίο τού Εκπαιδευτικού Ομίλου» (σσ. 310-334), που κυκλοφόρησε και σε ανάτυπο.
Ιούλιος. Το ζεύγος Κ. παραθερίζει ξανά στο χωριό Κράσι μαζί με το Μάρκο Αυγέρη, τον Κώστα Βάρναλη, το Λευτέρη και την Έλλη Αλεξίου.
1912-13. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους προσέρχεται στο στρατό ως εθελοντής. Υπηρετεί στο ιδιαίτερο γραφείο τού Πρωθυπουργού, κοντά στον Ιωάννη Δαμβέργη.
Περιοδεύει στη Β. Ελλάδα: Βοδενά, Αργυρόκαστρο.
1914. Νοεμβρίου 11. Κάνει τη γνωριμιά τού Άγγελου Σικελιανού στα γραφεία τού Εκπαιδευτικού Ομίλου. Αναγνωρίζουνται αμέσως αδερφοί. Ύστερα από τρεις μέρες φεύγουν για το Άγιον Όρος. Η περιήγησή τους, που ισοδυναμεί μ’ ένα προσκύνημα και με μια πνευματική άσκηση, κρατάει σαράντα μέρες. Ο Κ. έχει κρατήσει το ημερολόγιο της οδοιπορίας τους: Θεσσαλονίκη (15-18 Νοεμ.) - Καρυές - Μονή Ιβήρων - Σταυρονικήτα - Παντοκράτορος - Σταυρονικήτα - Καρακάλου - Φιλοθέου - Λαύρα - Κορυφή τού Άθωνα - Σκήτη Ιωασαφαίων - Αγ. Παύλου - Διονυσίου - Γρηγορίου - Σιμωνόπετρα - Ξενοφώντος - Αγ. Παντελεήμονος - Δοχειαρίου - Ζωγράφου - Χιλιαντάρι - Βατοπέδι - Καρυές - Κουτλουμουσίου - Καρυές - Ξηροποτάμου - Θεσσαλονίκη - Βόλος - Αθήνα (25 Δεκ.).
Στις 29 Νοεμβρίου, που βρίσκουνται στη Μονή Καρακάλου, ο Κ. σημειώνει στο Ημερολόγιό του: «Το βράδυ στα κρεβάτια μιλούμε πάλι [με το Σικελιανό] για την ουσία της υπέρτερης επιθυμίας μας – να δημιουργήσουμε θρησκεία. Τα πάντα ωριμασμένα. Α! πώς να μπορέσουμε να εξωτερικεύσουμε ό,τι ιερώτερο και βαθύτερο έχουμε». Στις 8 Δεκεμβρίου, στη Μονή Αγ. Παύλου, σημειώνει: «Απόψε βαθύτατα με συνεκίνησε ο Τολστόη. Η τραγική φυγή του = ομολογία ήττας. Ήθελε να δημιουργήσει θρησκεία και δεν μπόρεσε παρά ρομάντζα και τέχνη. Η καλύτερη ουσία του –το ήξερε καλά– δεν εξεφράσθη».* Στις 18 Δεκεμβρίου, στο Βατοπέδι, ο Κ. σημειώνει: «Διάβασα Dante (c. 26) για Οδυσ[σέα]. Έπειτα Βούδα, και τα δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου».**
* Σ’ ένα άλλο Ημερολόγιο που φέρει στο εξώφυλλο την επιγραφή 1915, ο Κ. σημειώνει στις 19 Μαρτίου 1915: «Ένας νέος, Μερκάτης, μου είπε απόψε [στο Μέγα Σπήλαιο] πως το πρόσωπό μου μοιάζει του Τολστόη. Αυτό με συγκίνησε, γιατί η ουσία της προσπάθειας του Τολστόη είναι το δικό μου έργο».
** Για τη σημασία που πήρε το 26ο canto της «Κόλασης» κατά τη δημιουργία τής «Οδύσσειας», βλ. Π. Πρεβελάκη, «Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας», Αθήνα, 1958, σσ. 98-99. Εδώ μπορούμε, νομίζω, να δούμε την πρώτη-πρώτη σπίθα που άναψε την πυρκαγιά.
1915. Ο Κ. κι ο Σικελιανός περιηγούνται συστηματικά την Ελλάδα αναζητώντας τη «συνείδηση της γης και της φυλής τους».
Ιανουάριος. Αθήνα, Δαφνί, Ελευσίνα, Καισαριανή.
Φεβρουάριος. Δελφοί.
Μάρτιος. Μέγα Σπήλαιο (Μεγαλοβδομάδα), Κόρινθος, Μυκήνες, Άργος, Τεγέα, Σπάρτη, Μυστράς.
Διαμένουν κατά καιρούς στη Συκιά, στο σπίτι τού Σικελιανού, σχεδιάζουν ένα ταξίδι στις Ινδίες. Διαβάζουν Claudel, Whitman κ.ά.
Απρίλιος-Ιούνιος. Ο Κ. διαμένει στην Αθήνα, κοντά στη γυναίκα του. Διαβάζει, κατά το Ημερολόγιό του, Bergson, Tagore, Claudel, Eucken («La valeur de la vie»), Croiset («Pindare»), Maurras («Anthinéa»), D’Annunzio, Barrès («Le voyage de Sparte»). Σχεδιάζει να γράψει την «Ελλάδα», τη «Θεοφανώ», (που κατάληξε στο «Νικηφόρο Φωκά»), το «Διόνυσο». Την 1η Μαΐου, σημειώνει: «Οι 3 μεγάλοι μου δάσκαλοι: Όμηρος - Dante- Bergson». Την επομένη συνεχίζει: «Όλη αυτή τη νέα εξέλιξή μου τη χρωστώ: α) Στις εκδρομές μου: Άγ. Όρος, Μυστρά, Δελφοί. β) Στα διαβάσματά μου τα τελευταία: Dante, Rodin (“L’Art”, υπό Gsell, και “Cathédrales”), Bergson, Claudel (“Cinq Grandes Odes”). γ) Στη συντροφιά μου με το Σικελιανό».
Ιουλίου 9. Φεύγει μονάχος για τη Σίφνο. Εγκαθίσταται στην Παναγιά τού Βουνού, σ’ ένα κελί. Από 12-18 Ιουλίου συγγράφει ένα βιβλίο, πιθανώς ένα «Άγιον Όρος».* «Γράφω, γράφω, ξέσπασα, λύθηκε ο κόμπος κι έπεσε ο λυγμός, αλαφρώνω, είμαι ευτυχής, σα να μη γνώρισα ποτέ μου κόσμο. Στο κελί μου κλεισμένος, μόνος με μόνον, ενώπιος ενωπίω». «Στις 18 Ιουλίου το μεσημέρι τελείωσα όλο το έργο. Είναι ο σκελετός, μα με αλάφρωσε, γιατί γράφηκε με απόλυτη ειλικρίνεια. Έπεσα ευτύς άρρωστος, εμετούς και πυρετό...»
Ιουλίου 25. Επιστρέφει στο σπίτι του στην Αθήνα.
Αυγούστου 10-25. Στη Συκιά με το Σικελιανό: «Στη Συκιά, όπου η χαρά της ζωής μού είναι θεϊκά ισορροπημένη. Τίποτα δε μου λείπει. Laudato si, mi Signore, per il fratello Angelo chi è bello et robustoso et casto et forte».**
Αυγούστου 25-31. Αθήνα.
Αυγούστου 31. Μαζί με τη γυναίκα του στου Σικελιανού, στη Συκιά. Από κει, τις πρώτες είκοσι μέρες τού Σεπτεμβρίου, το ζεύγος Κ. κι ο Σικελιανός κάνουν διάφορες εκδρομές στην Πελοπόννησο: Ολυμπία (7 Σεπτ.), Θαλερό Κορινθίας (10 Σεπτ.).
Στις 11 Σεπτεμβρίου ο Κ. σημειώνει: «Φεύγομε για τη Συκιά και μαθαίνομε στην Πάτρα την επιστράτεψη». (Ο λόγος είναι για την επιστράτεψη που έκαμε ο Βενιζέλος κατά την πρόσκαιρη συμφωνία του με το Στέμμα.) Στις 12 Σεπτεμβρίου, στη Συκιά, σημειώνει: «Όλο μου το έργο devise και σκοπό θα ’χει: Come l’uom s’etterna. Εκεί κατέληξα».***
Σεπτεμβρίου 22-30. Βρίσκεται στην Αθήνα. Το ζεύγος Κ. νοικιάζει ξανά το σπίτι τής οδού Αναγνωστοπούλου, 30β, που το ’χε αφήσει ένα χρόνο για να κατοικήσει στους Αμπελόκηπους.
Οκτωβρίου 3. Πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη να υπογράψει ένα συμβόλαιο με τον Ι. Σκορδίλη για μια επιχείρηση που έχουν σχεδιάσει να κατεβάσουν ξυλεία από τον Άγιον Όρος. «Τι κίνηση, τι εξαιρετική στιγμή στρατών, φυλών, πυρετού!» σημειώνει στο Ημερολόγιό του. (Είναι από τα στρατεύματα που έχουν αποβιβάσει οι Αγγλογάλλοι για να βοηθήσουν τους Σέρβους.) Ο Κ. πασκίζει να εξασφαλίσει τα μέσα τού βίου για ν’ αφιερωθεί στη συγγραφική εργασία. «Έργα μου: 1) Άγ. Όρος. 2) Πέτρος Μαναγής. 3) Ηρακλής. 4) Χριστός. 5) Οδυσσέας. 6) Θεοφανώ [Νικηφόρος].» (Από τούτα ξέρουμε με βεβαιότητα πως έγραψε τα υπ’ αριθμούς 3-6. Ο «Ηρακλής» και ο «Χριστός» γράφτηκαν, καθώς φαίνεται, έπειτα από τον «Οδυσσέα» και το «Νικηφόρο».) Αλλά κατέχεται συνάμα από μεσσιανικούς πόθους. Στις 16 Οκτωβρίου σημειώνει στο Ημερολόγιό του: «Διαβάζω βιογραφία Τολστόη. Πάντα με συγκινεί η ανάτασή του· δεν τον αρκεί η φιλολογία. Ανάγκη θρησκείας. Εγώ ν’ αρχίζω απ’ όπου ο Τολστόη κατέληξε».
* Κάνω αυτή την εικασία επειδή στο Ημερολόγιο του Αγίου Όρους που φέρει στο εξώφυλλο την επιγραφή Νβρης-Δβρης 1914 ο Κ. έχει σημειώσει (σ. 98) ότι σκοπεύει να γράψει ένα βιβλίο για το «πνευματικό τους προσκύνημα» [με το Σικελιανό]: «πώς εζήσαμε τη ράτσα μας, την πίστη των πατέρων, πώς υψώσαμε παντού την ψυχή, πώς εχαιρετήσαμε τη ζωή που υψώνεται σα σαΐτα τής θείας χάρης προς τα ουράνια. [...] Πώς διαβάζαμε Dante, Βούδα, Ευαγγέλιο. Πώς μιλούσαμε για την Ελλάδα και για τη ζωή. [...]»
** (Sic). Παραφράζει έναν ύμνο τού Άγιου Φραγκίσκου.
*** («Inferno», XV 85.) Πρβλ. με την αφιέρωση στον Κ. τού βιβλίου μου «Ο Κρητικός» Α΄. Η σύμπτωση είναι, νομίζω, αξιομνημόνευτη.
1916. Αθήνα.
Μέσα Μαρτίου. Ο «Πρωτομάστορας», διασκευασμένος από το Μανόλη Καλομοίρη σε «μουσική τραγωδία», παρουσιάζεται στη σκηνή τού Δημοτικού Θεάτρου από τον «Ελληνικό Μουσικό θίασο».
Αυγούστου 20. Εταίρος τής Εταιρίας Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. (Το σχετικό πιστοποιητικό υπογράφεται από τον Κωνστ. Ζαβιτσάνο και τον Κωνστ. Τριανταφυλλόπουλο.)
1917. Βρίσκεται στην Πραστοβά τής Μάνης με το Γιώργη το Ζορμπά. Προσπαθούν να οργανώσουν την εκμετάλλευση ενός λιγνιτωρυχείου. Η Γαλάτεια Κ. τους επισκέπτεται το Πάσχα, ο Σικελιανός τον Ιούνιο.
Σεπτέμβριος. Προς το τέλος τού μήνα, ο Κ. φεύγει μέσω Ιταλίας* για την Ελβετία, όπου μέλλει να φιλοξενηθεί από το φίλο του το Γιάννη το Σταυριδάκη, πρόξενο της Ελλάδας στη Ζυρίχη.
* Ένα γράμμα τού Κ. από το Μιλάνο προς τον πατέρα του φέρει χρονολογία 10 Σεπτ. 1917. Η χρονολογία πρέπει να εννοηθεί με το ημερολόγιο που ισχύει στην Ελλάδα. Ακόμα και μετά την καθιέρωση του νέου ημερολόγιου στον τόπο μας (23 Μαρτίου 1924), ο Κ. γράφει στον πατέρα του με το παλιό για να μην τον κακοκαρδίσει. Κάποια σύγχυση μπορεί να προκύψει από τούτο.
1918. Έχοντας αφετηρία τη Ζυρίχη, περιηγείται την Ελβετία προς όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις. Στο Ημερολόγιό του καταγράφει τους σταθμούς τής περιήγησης και τα έντονα βιώματα της εποχής: προσκύνημα στα λημέρια τού Νίτσε, ισχυρή μεσσιανική λαχτάρα (πρώτα σχέδια για την ίδρυση ενός Μοναστηριού), φρίκη από «τα κανόνια του Πολέμου», αισθηματικός δεσμός με μιαν Ελληνίδα επιστήμονα, που θα την πούμε προσώρας Mudita, όπως την ονόμασε ο ίδιος σε μερικά δημοσιεύματά του («Η Μουντίτα κι εγώ», άρθρο στον «Ελεύθερο Τύπο» τής 4ης Ιουλίου 1926· ένα γράμμα στην «Αγαπημένη Μουντίτα», μέσα στο «Ταξιδεύοντας» του 1927, σσ. 234-240· η αφιέρωση του «Νικηφόρου Φωκά», 1928).
1919. Φεβρουαρίου 27-Μαρτίου 9. Βρίσκεται μαζί με το Σικελιανό στις Σπέτσες.
Απριλίου 2-Μαΐου 8. Βρίσκεται μόνος στο χωριό Μηλιές τής Θεσσαλίας, «στο σπίτι τού Σπεράντζα». Δουλεύει την τραγωδία «Ηρακλής».
Μαΐου 8. Διορίζεται από το Βενιζέλο Διευθυντής (κι ύστερα από λίγο Γενικός Διευθυντής ) του νεοσύστατου Υπουργείου Περιθάλψεως.
Ιούλιος. Κατά τα μέσα τού μήνα ξεκινά από την Αθήνα ως αρχηγός τής Αποστολής για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων τού Καυκάσου. Κύριοι συνεργάτες του: Ηρακλής Πολεμαρχάκης, Γιάννης Κωνστανταράκης, Γιάννης Αγγελάκης, Γιώργης Ζορμπάς. Με την αποστολή συμπράττει ο Γιάννης Σταυριδάκης, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών. (Πέθανε από πνευμονία στην Τιφλίδα τον ίδιο χρόνο.)
Αυγούστου 11. Ο Κ. φεύγει από το Μπατούμ με το βαπόρι «Kiraly» πηγαίνοντας στο Παρίσι μέσω Ιταλίας να δώσει αναφορά στο Βενιζέλο. Τον ξεπροβοδίζει η Βαρβάρα Νικολάεβνα Ταμάνχιεφ: «Γέμισε την καμπίνα μου άσπρα και κόκκινα ρόδα. Πίκρα αβάσταχτη». (Αναγράφω την πληροφορία και τ’ όνομα, γιατί το επεισόδιο θα το συναντήσουμε ανωνύμως στην «Αναφορά στον Γκρέκο».)
Αυγούστου 15. Κωνσταντινούπολη.
Αυγούστου 18. Τάραντας Ιταλίας.
Αυγούστου 19. Ρώμη.
Αυγούστου 21. Παρίσι. «Συνεργασία με Βενιζέλο: κρύα, απότομη, εχθρική».
Μετά το Παρίσι, ο Κ. επιστρέφει στην Αθήνα. Ταξιδεύει στη Μακεδονία και Θράκη για την εγκατάσταση των προσφύγων. «Φρικώδης, πυρετώδης δουλειά». (Σε 150.000 υπολογίζει ο Κ. τους πρόσφυγες που επαναπατρίστηκαν.)
1920. Πάσχα στην Αγόριανη («στο σπίτι τού Λουκά Αρβανίτη») με τον Κώστα Σφακιανάκη, τον Ηρακλειώτη μουσικό. Μονή Προφήτη Ηλία, Δελφοί.
Αύγουστος-Οκτώβριος. Από τις 7 Αυγ. ίσαμε τις 7 Οκτ. βρίσκεται στο μοναστήρι το Βροντήσι, στην Κρήτη, συνεχίζοντας τη συγγραφή τής έμμετρης τραγωδίας: «Ηρακλής». Στις 4-8 Σεπτ. περιοδεύει μαζί με τον ηγούμενο Τιμόθεο Τσαγκαράκη: Μοίρες, Καλυβιανή, Φαιστό, Οδηγήτρα, Απεζανές.
Οκτωβρίου 8. Ηράκλειο.
Οκτωβρίου 10. Αθήνα.
Νοέμβριος. Μετά την ήττα τού Κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές τής 1ης Νοεμβρίου, ο Κ. αποχωρεί από το Υπουργείο Περιθάλψεως. Στις 21 Νοεμβρίου (π.η.) μισεύει για το Παρίσι, όπου παραμένει ως τις 20 Δεκεμβρίου (ν.η.), οπότε φεύγει για το Βερολίνο.
[«π.η.»: παλιό ημερολόγιο «ν.η.»:νέο ημερολόγιο];
1921. Ιανουάριος. Επισκέπτεται τις πόλεις τής Γερμανίας Δρέσδη, Λειψία, Ιένα, Βαϊμάρη, Νυρεμβέργη, Μόναχο. Στις 24 Ιανουαρίου φτάνει στη Βιέννη, γυρίζοντας στην Ελλάδα μέσω Αυστρίας και Ιταλίας. Στις 30 Ιαν. βρίσκεται στη Βενετιά.
Φεβρουαρίου 6. Φτάνει στην Αθήνα.
Φεβρουάριος-Ιούνιος. Αθήνα, στο σπίτι του, οδός Αναγνωστοπούλου 30β.
Ιούλιος. Κηφισιά, με τον Κώστα Σφακιανάκη. Δουλεύει την τραγωδία «Χριστός».
Αυγούστου 4-22. Κρήτη. Εκδρομές με το Λευτέρη Αλεξίου στους Σκοιλούς, Άγιες Παρασκές, Χουδέτσι, Μελέσες, Κακόν Όρος, Αρμυρό.
Αυγούστου τέλος. Επιστροφή στην Αθήνα.
Δεκεμβρίου 22. Εκδρομή στο Μεσολόγγι με τον Κώστα Σφακιανάκη και το Βάσο Δασκαλάκη (σύγγαμβρό του).
1922. Ιανουαρίου τέλη. Εκδρομή με το Σικελιανό στην Επίδαυρο, Μυκήνες, Τίρυνθα, Άργος.
Συμβάλλεται με τον εκδότη Δ. Δημητράκο να του γράψει μια σειρά «Ιστορίες» (βιβλία για τη διδασκαλία τής Ιστορίας) για τις διάφορες τάξεις τού Δημοτικού. (Ο Κ. είχε ήδη συνεργαστεί, στα 1914, με τη γυναίκα του τη Γαλάτεια στη συγγραφή των παιδικών βιβλίων που φέρουν τ’ όνομά της.) Υπολογίζοντας σ’ ένα τακτικό εισόδημα από την εργασία αυτή, φεύγει μέσω Βελιγραδίου για τη Βιέννη, όπου φτάνει στις 19 Μαΐου.*
Μαΐου 19-Αυγούστου τέλη. Κατοικεί σε μια πανσιόν στην Alserstrasse 26I, Wien IX. Δίνει την τελευταία μορφή στο ρομάντζο του «Ένας χρόνος μοναξιά» (που έμεινε ανέκδοτο), αρχίζει να γράφει την έμμετρη τραγωδία «Βούδας», σχεδιάζει την «Ασκητική». Κατά το διάστημα αυτό, υποφέρει από μια παράξενη δερματοπάθεια του προσώπου, που ο γιατρός του, ο Dr Stekel, τη χαρακτηρίζει ως «masque de sexualité». (Στο «Χριστός ξανασταυρώνεται» ο Κ. θα παρουσιάσει, ύστερα από χρόνια, το Μανολιό να υποφέρει από την ίδια αρρώστια.) Κινημένος από την αφορμή αυτή, μελετά τον Freud και μυείται στην ψυχανάλυση.
Το περιοδικό τής Αλεξάντρειας «Νέα Ζωή» δημοσιεύει την τραγωδία «Οδυσσέας» (τον Ιούνιο και Νοέμβριο).
Η γυναίκα του μεταφέρει το νοικοκυριό τους στην οδό Δεινοκράτους 1.
Σεπτεμβρίου 1. Ο Κ. εγκαθίσταται στο Βερολίνο σε μια πανσιόν: Lichterfelde West, Unter den Eichen, 63. Η Μικρασιατική καταστροφή τον συνταράζει. Συμμετέχει συνάμα στην εμπύρετη ζωή τής απαθλιωμένης κι εξαγριωμένης Γερμανίας. Οι παλιές (αριστοκρατικές-εθνικιστικές) πεποιθήσεις του κλονίζουνται, γοητεύεται από τις επαναστατικές θεωρίες: στην τέχνη, στη σκέψη, στη δράση. Θέλει ν’ αφομοιώσει το πνεύμα τού καιρού του και να το μεταδώσει στην Ελλάδα. Μαζί με το Δημοσθένη Δανιηλίδη μελετούν την ίδρυση ενός πρωτοποριακού περιοδικού, της «Nova Graecia».
Οκτωβρίου 2. Στο Συνέδριο των Αναμορφωτών τής Παιδείας (Œsterleich, Kawerau, Hilker) γνωρίζεται με μια νεαρή Πολωνοεβραία, τη Rahel Lipstein (που στα 1928 τής αφιέρωσε το «Τι είδα στη Ρουσία»). Η γνωριμιά αυτή μέλλει να έχει κάποια επίδραση στην πνευματική εξέλιξη του Κ., επειδή η R. τον εισάγει σ’ ένα κύκλο από επαναστατημένες συμπατριώτισσές της. (Αναγράφω την Itka Horowitz, την Dina Matus και τη Rosa Schmulewitz.)
Οκτωβρίου 16-18. Παρακολουθεί στη Δρέσδη μαζί με το Δ. Δανιηλίδη ένα συνέδριο «Σεξουαλικής Παιδαγωγικής».
Οκτώβριος-Δεκέμβριος. Ξεσκίζει τους 3.000 κάπου στίχους τού «Βούδα» και τον ξαναρχίζει σε νέα μορφή: «κάτι άγριο και πικρό». Μαθαίνει ρωσικά, με δάσκαλο το Λουκά Καστανάκη. Γνωρίζεται προσωπικά με το Λέοντα Σεστώβ και τον Αλέξη Ρεμίζωφ. Στέλνει στη «Νέα Ζωή» τής Αλεξάντρειας την τραγωδία «Ηρακλής», θέλοντας ν’ απαλλαχτεί από τα παλιά του χειρόγραφα.** Τέλη Δεκεμβρίου, αρχίζει να γράφει την «Ασκητική».
* Στις «Επιστολές προς τη Γαλάτεια», ο σχολιαστής –κοντά στ’ άλλα λάθη του– τοποθετεί το ταξίδι τής Βιέννης στα 1921 και χρονολογεί λαθεμένα αρκετές επιστολές. Το ότι ο Κ. διαμένει στη Βιέννη το καλοκαίρι του 22 βγαίνει καθαρά –χώρια από πλήθος άλλες ενδείξεις– από μια περικοπή τής επιστολής 19: «Προχτές σκοτώθηκε ο Rathenau». Ως γνωστό, ο R. σκοτώθηκε στις 24 Ιουνίου 1922.
** Δε δημοσιεύτηκε. Αλλά σώζεται άραγε το κείμενο στα χέρια κανενός Αιγυπτιώτη λογίου; Θ’ άξιζε να γίνει κάποια έρευνα μεταξύ εκείνων που μπορεί να κληρονόμησαν το αρχείο τής «Νέας Ζωής», γιατί ο Κ. κατάστρεψε αργότερα το πρωτόγραφο.
1923. Ιανουάριος-Μάιος. Βερολίνο. Αρχές Απριλίου τελειώνει την «Ασκητική» και ξαναπιάνει το «Βούδα». Ο νέος προσανατολισμός τού πνεύματός του τον κάνει να αιστάνεται ξένος προς τους παλιούς του συντρόφους: «Έγραψα στο Σικελιανό πως οι δρόμοι μας πια αλλάξανε». Πράγματι, όλον αυτό το χειμώνα, κατέχεται πάλι και υποφέρει από το μεσσιανικό πόθο. Στις 3 Φεβρ. σημειώνει στο Τετράδιο «1922-23»: «Στις πιο κρίσιμες θρησκευτικές στιγμές μου μια γυναίκα ήταν μαζί μου (Gandria,*Berlin). Ίσως γιατί οι θρησκευτικές μου κρίσες ξεσπούνε στην επαφή της γυναίκας. Κι είναι η ίδια αιώνια γυναίκα με τις εφήμερες ατομικές μάσκες, με διάφορα ονόματα, έθνη».
Ιουνίου 1. Αποσύρεται για ανάπαυση στο χωριό Dornburg, κοντά στην Ιένα, και κατοικεί στο Gœtheschloss, που το μισό έχει μεταβληθεί σε πανσιόν. Εκεί γνωρίζεται με την Elsa (Elisabeth) Alexander Lange (που στα 1928 τής αφιέρωσε το «Χριστό»).
Ιουνίου 15. Προσκύνημα στο Naumburg, τη γενέτειρα του Νίτσε.
Ιουνίου 26-27. Βαϊμάρη.
Ιουνίου 29. Επιστρέφει στο Βερολίνο.
Ιουλίου 10-11. Πάλι στο Naumburg.
Ιουλίου 13-21.Στο Pustchow, bei Rewal, ένα ψαραδοχώρι στη Βαλτική Θάλασσα (με τη Rahel Lipstein, την Dina Matus κι άλλες δυο φίλες τους).
Ιουλίου 26-Αυγούστου 8. Περιήγηση στη Γερμανία με την Elsa Lange: Μόναχο, Ulm, Rothenburg, Nüremberg, Bamberg, Rudolfstadt, Βερολίνο.
Νοέμβριος-αρχές Δεκεμβρίου. Η γυναίκα του έρχεται από την Αθήνα και μένει μαζί του. Μετά την αναχώρησή της για την Ελλάδα, ο Κ. πηγαίνει για δυο-τρεις μέρες στη Λειψία, όπου συνεργάζεται με τον Karl Dietrich για τη μετάφραση της «Ασκητικής».
* Gandria. Μεσαιωνικό χωριό τής Ελβετίας κοντά στο Lugano. Ο Κ. είχε ζήσει μερικές μέρες τού Μαρτίου και Απριλίου 1918 μαζί με τη Mudita. (Βλ. στη Χρονογραφία τούτη το έτος 1918.)
1924. Ιανουαρίου 1-18. Πάλι στο Dornburg, στο Gœtheschloss. Πηγαίνοντας, σταματάει ξανά στο Naumburg: «Η καρδιά μου χτύπησε, γιατί θυμήθηκα το μικρό γωνιακό σπιτάκι όπου γεννήθηκε ο Νίτσε, Weinbergstrasse».
Ιανουαρίου 18. Φεύγει για την Ιταλία.
Ιανουαρίου 21-Φεβρουαρίου 21. Νάπολη. Εκδρομές στην Πομπηία.
Φεβρουαρίου 22-25. Ρώμη.
Φεβρουαρίου 25-Απριλίου 13. Ασσίζη, στο αρχοντικό τής κοντέσας Enrichetta Pucci. Εδώ τελειώνει το «Βούδα». Γνωρίζεται με το βιογράφο του Άγιου Φραγκίσκου, το Johannes Jœrgensen, και μελετά το θρύλο του «Φτωχούλη».
Απριλίου 13-29. Ραβένα, Βενετιά, Πάδοβα, Βενετιά (με την Elsa Lange).
Απριλίου 29. Φεύγει από τη Βενετιά με σιδηρόδρομο για το Brindisi.
Μαΐου 5-Ιουλίου 5. Αθήνα, οδός Δεινοκράτους 1. Στις 18 Μαΐου γνωρίζεται με την Ελένη Σαμίου σε μιαν εκδρομή στην Πεντέλη-Ραφήνα.
Ιουλίου 5. Φεύγει μόνος για το Ηράκλειο, όπου έρχεται κι η γυναίκα του στις 5 Αυγούστου. Κατά το διάστημα αυτό σχεδιάζει χωρίς επιτυχία μια παράνομη πολιτική δράση στο Ηράκλειο.
Αυγούστου 18-28. Παραθερίζει στου Λέντα, ένα ακρογιάλι τής μεσημβρινής Κρήτης, με την Ελένη Σαμίου. Διαβάζουν «Ιλιάδα», Αισχύλο, «Ιφιγένεια» του Γκαίτε, Σεστώβ (κατά το Σημειωματάριο του Κ.).
Σεπτεμβρίου 5. Η γυναίκα του γυρίζει στην Αθήνα. Ο Κ. παραμένει στην Κρήτη.
Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος. Κατά τους μήνες αυτούς, που ήταν εγκατεστημένος στο σπίτι των Γεωργιάδηδων στο προάστιο Πόρος (κοντά στο Ηράκλειο), συγγράφει πιθανώς το «Συμπόσιο»* και βάνει μπροστά την «Οδύσεια».
Εκδρομές (Νοέμβρ. 30, Δεκ. 6 και 7) με τους Λευτέρη Αλεξίου, Τάκη Καλμούχο και Χαρίλαο Στεφανίδη στα χωριά Αρχάνες, Ρογδιά, Σαββαθιανά.
[*Ως προς την αναφορά τού Π. Πρεβελάκη στο Συμπόσιον, ας επισημανθεί πως ο Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης σημειώνει, μεταξύ άλλων: «Η πρώτη μνεία για τη συγγραφή του Συμποσίου βρίσκεται σε γράμμα του Καζαντζάκη από το Βερολίνο (5 Σεπτ. 1922), στο φίλο και συμμαθητή του, τον αιδεσιμότατο Εμμανουήλ Παπαστεφάνου, στην Αμερική, όπου εκτίθεται και ο σκοπός του βιβλίου: “[...] Μάχομαι εδώ, πολιορκώ την κρίσιμη στιγμή. Αρρώστησα. Τώρα γέρεψα πάλι κι εξακολουθώ τον αγώνα. Λέω: θα τελειώσω το Συμπόσιο, [...]”» Περισσότερα στη νέα έκδοση του Συμποσίου, που κυκλοφορεί από τον Απρίλιο 2009.]