ξεφυλλίστε το βιβλίο
Νίκος Καζαντζάκης
ΘΕΑΤΡΟ Γ΄ – ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ:

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ, ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΓΟΜΟΡΡΑ, ΒΟΥΔΑΣ


Είδος: θέατρο
Βιβλιοδεσία: δερματόδετο
Διαστάσεις: 21 εκμ × 14,5 εκμ
Σελίδες: 768
Τελευταία έκδοση/ανατύπωση: 1998
ISBN:

ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

«Γράφτηκε στο διάστημα Μάη-Ιούλη 1944 στην Αίγινα και πρωτοπαίχτηκε απ’ το Εθνικό Θέατρο το Μάρτη 1946. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύτηκε απ’ τις εκδόσεις Ν. Αλικιώτη.
»Είναι μια απ’ τις πιο ολοκληρωμένες τραγωδίες τού Νίκου Καζαντζάκη κι απ’ τα πιο ενδιαφέροντα έργα τού νεοελληνικού δραματολογίου. Χωρίζεται σε τρία μέρη με διαφορετικό σκηνικό χώρο κι είναι γραμμένη σε δεκατρισύλλαβο στίχο στο μεγαλύτερο μέρος της, ενώ τα χορικά τού χορού των γυναικών σε ενδεκασύλλαβο με μικρές εναλλαγές.
»Η ψυχολογία τού ήρωα είναι κι εδώ όπως και στα άλλα έργα: Ξέρει απ’ τα πριν το τέλος του, αλλά δεν προσπαθεί να το αποφύγει. Αντίθετα βαδίζει με πλήρη συνείδηση σ’ αυτό, καταξιώνοντας έτσι την ελευθερία του.»

(Από το άρθρο τού Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη»
στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)

 

Ας δούμε τι γράφει για τον ήρωα αυτής της τραγωδίας ο ίδιος ο δημιουργός της, ο Νίκος Καζαντζάκης:
«Ο Καποδίστριας είναι μια πολυσύνθετη τραγική μορφή τής νέας ιστορίας μας, που άναψε πολλά πάθη, ξεσήκωσε πολλούς φίλους κι οχτρούς κι ακόμα δεν μπόρεσε να κατασταλάξει σε μιαν αρμονικήν ενότητα. Ήταν μια ασκητική υψηλή φυσιογνωμία που κατέβηκε στην αναρχούμενη Ελλάδα για να βάλει τάξη. Ήξερε πως είναι δύσκολο να μερώσει τόσα και τέτοια θεριά, να χορτάσει τόσων χρόνων βουλιμίες και να μετουσιώσει την ασύδοτη ελευτερία σε πειθαρχούμενο Κράτος. Ήξερε καλά πως σαν τους άγιους μάρτυρες κατεβαίνει στο λάκκο των λεόντων· μα δε δίστασε, γιατί αγαπούσε την πατρίδα και πίστευε στη θαματουργική δύναμη του φωτισμένου νου.
»Κατέβηκε στο λάκκο των λεόντων, στην Ελλάδα, κρατώντας, από την τσαρική παράδοση, από την ατομική του ιδιοσυγκρασία κι από ιστορικήν ανάγκη, στα χέρια του κνούτο. Οι Έλληνες του έστρωσαν δάφνες να πατήσει, τον κοίταζαν με μάτια εκστατικά κ’ έβλεπαν πίσω από τους ώμους του το γένος το ξανθό, έβλεπαν στρατούς και στόλους που συντάζουνταν να κινήσουν και να τους παν στην Πόλη. Και μόνο ο Καποδίστριας ανάμεσα σε τόση μέθη παρέμεινε νηφάλιος – γιατί ήξερε το φοβερό μυστικό: πίσω του δεν υπήρχε καμιά μυστηριώδης δύναμη, καμιά Αόρατη Αρχή· η Ελλάδα μονάχα θα σώσει την Ελλάδα.
»Σιγά-σιγά οι Έλληνες άρχισαν να μαντεύουν την πικρήν αλήθεια· τα φανταχτερά φτερά που είχαν στολίσει τον Κυβερνήτη άρχισαν να μαδούν. Σκόρπισε η μαγεία. Ξέσπασε η αναρχία. Μονάχα ένας προφήτης θα μπορούσε τότε να κυβερνήσει την Ελλάδα· ένας ένοπλος προφήτης που θα επέβαλλε το σεβασμό και το δέος. Ο Καποδίστριας ήταν άοπλος· φώναξε, φοβέρισε και τέλος, όταν τα ζόρισε πολύ, τα θεριά άνοιξαν το στόμα τους και τον κατάπιαν.
»Πέρασαν 115 χρόνια [τότε που γράφτηκε το κείμενο] κι ακόμα δεν μπορούμε να σταθούμε μπρος στην υψηλή αυτή μορφή με δικαιοσύνη. Οι αριστεροί τον κατηγορούν ως τύραννο, οι δεξιοί τον υμνούν ως μεγαλομάρτυρα. Ήταν και τα δυο. Μα απάνω απ’ όλα είχε την ανώτατη τούτη αρετή που τον εξαγιάζει: αγνότητα. Αγνότητα ασκητική, πύρινη.
»Τούτη την υψηλή αγέλαστη αρετή θέλησα να τονίσω στην τραγωδία μου, αναμερίζοντας όλες τις εφήμερες πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες τής εποχής μας. Είδα τον άνθρωπο που στέκεται ορθός, άοπλος μπροστά στο χάος και το κοιτάζει. Και δε γυρίζει πίσω. Το εναντίον, αντρειεύει, ζητάει το αδύνατο. Ποιο αδύνατο; Να βάλει τάξη στο χάος.
»Κι όταν κατάλαβε πια πως όσο θα ζούσε, θα ’ταν μονάχα το σύνθημα του εμφύλιου σπαραγμού, τότε τράβηξε σεμνά, αποφασιστικά, χωρίς μεγάλα λόγια, με κάποια μάλιστα ανυπομονησία, προς το θάνατο. Όχι γιατί αγαπούσε το θάνατο, παρά γιατί αγαπούσε την Ελλάδα. [...]
»Μηνύματα ήρθαν απανωτά να τον αντισκόψουν απ’ το μοιραίο δρόμο· μα αυτός, ήσυχος, ξέροντας καλά το για πού και το για τί, τράβηξε το αιματωμένο εκείνο πρωί τής 27 Σεπτεμβρίου 1831, κατά την εκκλησία τού Αγίου Σπυρίδωνα, στο Ανάπλι, και σήκωσε τα χέρια: “Είμαι έτοιμος!”»

(Από το Πρόγραμμα της πρώτης παράστασης του Καποδίστρια από το Εθνικό Θέατρο,
στις 25 Μαρτίου 1946.)

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ

«Γράφτηκε στο διάστημα Μάη-Ιούνη 1949 με πρωτότυπο τίτλο Το χρυσό μήλο· παίχτηκε απ’ το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1976.
»Ο Κολόμβος ενσαρκώνει τον αρχηγό, το δυνατό και προικισμένο άτομο που με τον εσωτερικό του πλούτο καταφέρνει ν’ αντισταθεί σε κάθε αντικειμενική δυσκολία και να ξεφύγει από κάθε εσωτερική κρίση, πετυχαίνοντας να φτάσει στο τέλος τής αποστολής του. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε το καλογραμμένο αυτό έργο σαν ένα δοκίμιο για την αγωνιστικότητα του ανθρώπου και την αναζήτηση της ελευθερίας.»
(Από το άρθρο τού Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη»
στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)

 

«Το έργο τού Καζαντζάκη περιλαμβάνει τίτλους αξέχαστους, αληθινά ορόσημα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Ο κινηματογράφος βρήκε σ’ αυτό καρποφόρα έμπνευση· Αυτός που Πρέπει να Πεθάνει –κινηματογραφική εκδοχή του βιβλίου Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται– και ο Ζορμπάς, Ο Έλληνας σημείωσαν παταγώδη επιτυχία. [...]
»Ο Χριστόφορος Κολόμβος είναι ποίηση, όπως ποίηση είναι κατά βάθος ολόκληρη η παραγωγή τού Κρητικού καλλιτέχνη. Όλα συμβάλλουν στην τοποθέτηση του αναγνώστη σε ένα επίπεδο ποιητικής εξύψωσης που δεν χαμηλώνει ποτέ: η φύση τής υπόθεσης, ο χειρισμός της, η μοντέρνα φόρμα, η κοσμική διάσταση –τρέχουσα και αιώνια–, που φτάνει την τραγωδία. Ο ήρωάς της αναλώνει τη ζωή του σε μια μάχη στην οποία τον σπρώχνει μια εσωτερική φλόγα και φτάνει στο τέλος τον επιδιωκόμενο στόχο, όμως, μαζί μ’ αυτόν πρέπει να δεχτεί το μαρτύριο, τον θρίαμβο της αδικίας.
»Το έργο αυτό είναι απαραίτητο για να κατανοήσουμε τον καζαντζακικό άνθρωπο, που μπορεί να οριστεί με τα παρακάτω λόγια, του ίδιου του Κρητικού Δασκάλου: “Πολεμάμε γιατί έτσι μας αρέσει· τραγουδούμε, ακόμα κι αν δεν υπάρχει αυτί να μας ακούσει... Η ουσία τού Θεού μας είναι ο αγώνας”.»

(Από την έκδοση Niko Kazantzakis, Cristóbal Colón: Tragedia en Cuatro Actos,
Ediciones Carlos Lohlé, Buenos Aires 1966.)

 

«Στο θέατρο του Καζαντζάκη, το οποίο οι μελετητές του επίμονα χαρακτηρίζουν ως ποιητικό, ο Χριστόφορος Κολόμβος, το προτελευταίο δραματικό του έργο, γραμμένο το 1949, ενώνει την προσωπικότητα που ξεκίνησε την ιστορία τής Αμερικής μας με την ιδιαίτερη αντίληψή της, όπως την οραματίστηκε ο Έλληνας ποιητής. Η φιγούρα τού Κολόμβου, αναδύεται συναρπαστική, συγκλονιστική, δοσμένη με ορμή φλογερή και οραματιστική σε “μια μεγάλη ιδέα”, που αξίζει το μαρτύριο στο οποίο τον οδηγεί: “να πλατύνει τα σύνορα του κόσμου”.»

(Από την έκδοση Niko Kazantzakis, Cristóbal Colón: Tragedia en Cuatro Actos, Caracas 1982.)

 

«“[...] Ο Κολόμβος ή Το χρυσό μήλο”, σημειώνει ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολωμός (στο Πρόγραμμα του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου, που ανέβασε το έργο στη σκηνή τον χειμώνα τού 1975), “είναι δράμα – ορθόδοξο δράμα, λιτό, σκληρό, αισχυλικό. Είναι ο μονόλογος ενός ήρωα που κινείται ανάμεσα σε τέσσερα μονάχα ορατά πρόσωπα, μα μέσα σ’ ένα χιλιοπρόσωπο κόσμο από ζωντανά και άψυχα, στεριές και θάλασσες, θεούς και δαίμονες, που πρέπει ο ίδιος με τη λαλιά του και το φως του, να τα στήσει αποκαλυπτικά μπροστά μας. Σαν τον Αισχύλο ο Καζαντζάκης δεν παύει σ’ ολόκληρη τη δραματική του παραγωγή να υψώνει τον εαυτό του θεληματικό ήρωα στο υπέρτατο μαρτύριο της πάλης με τη Θεία Δίκη.”
»“[...] Μέσα στις τέσσερις πράξεις τής τραγωδίας τού Καζαντζάκη”, γράφει ο Θόδωρος Κρητικός (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21 Ιουλίου 1980), “ο φημισμένος θαλασσοπόρος παρουσιάζεται σαν μια ποιητική ενσάρκωση της κυρίαρχης βούλησης και της κυρίαρχης φαντασίας, σαν μια προμηθεϊκή μορφή ικανή να δημιουργήσει με τη δύναμη της θέλησης και της φαντασίας μια ολόκληρη νέα ήπειρο απ’ το τίποτε. Από τη στιγμή που ο ασήμαντος υφαντής Χριστόφορος Κολόμβος πείθεται πως τον έχει διαλέξει η Θεία Πρόνοια για να μεγαλώσει τα ασφυκτικά σύνορα του παλιού κόσμου και να μεταφέρει πάνω από τα κύματα την πίστη τού Χριστού και την εξουσία τού ισπανικού θρόνου στην άλλη πλευρά τού ωκεανού, τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήσει. Η προσγειωμένη λογική θα χάσει τα επιχειρήματά της. Τα πρακτικά προβλήματα θα υπερπηδηθούν μ’ ένα τεράστιο σάλτο τής ψυχής... [...]”»

(Από το βιβλίο τής Θεοδώρας Παπαχατζάκη-Κατσαράκη Το Θεατρικό Έργο τού Νίκου Καζαντζάκη,
Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα 1985, σελ. 97, 98-100.)


ΣΟΔΟΜΑ ΚΑΙ ΓΟΜΟΡΡΑ

«Γράφτηκε τον Ιούνη 1948 στην Αντίμπ τής Γαλλίας, όπου ήταν εγκατεστημένος ο συγγραφέας, μέσα σε δεκατρείς μέρες (άρχισε 6 Ιούνη και τέλειωσε 16 του ίδιου μήνα). Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία το καλοκαίρι 1949 και κυκλοφόρησε σε ανάτυπο· το 1954 παίχτηκε στο Μανχάιμ [...].
»Και πάλι το γνωστό θέμα τής εβραϊκής ιστορίας μετασχηματισμένο μάς παρουσιάζει μια απ’ τις τελευταίες θέσεις του αναφορικά με το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού. Ο Λωτ απελευθερωμένος απ’ την καταπίεση της έννοιας τού Θεού συνειδητοποιεί πως “ο Θεός είναι γιος τού φόβου κι όχι πατέρας του”. Έτσι το πνεύμα του αποδεσμεύεται και κατακτά την ελευθερία στη διάσταση του χώρου και του χρόνου μέσα στην οποία ζει.»

(Από το άρθρο τού Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη»
στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)

 

«Τα Σόδομα και Γόμορρα», γράφει ο Τάσος Λιγνάδης, «είναι μια θεατρική τελετή φιλοσοφικού γένους και λόγου. Μια τραγωδία τής σκέψης, που την κατακυρώνει παραστασιακά η ρώμη τής ποίησής της. Και είναι αυταπόδεικτα ρωμαλέο το κείμενο αυτής της βιβλικής προμήθειας, που αναπαριστάνει την κοσμογονική πάλη τού Εωσφόρου και του Θεού μέσα στο μυαλό τού ανθρώπου. Ένα κείμενο ιδιαίτερα τολμηρό για την εποχή που γράφτηκε, πριν σαράντα περίπου χρόνια [από τότε που γράφτηκε το κείμενο], και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο στην εποχή μας, όπου ο σοδομισμός είναι η μόνη καταξιωμένη και ελεύθερη γλώσσα ηθικής συνεννοήσεως. Τα Σόδομα και Γόμορρα είναι ένα προφητικό φωτοαντίγραφο μιας εποχής που ήρθε.
»Η αναρχική αισιοδοξία τού μηδενιστικού μηνύματός του είναι μια καζαντζακική προσποίηση ή έστω μια πλάνη ελευθερίας. Σ’ όλο το μήκος τού έργου ελλοχεύει ο πόνος τού ανεπανόρθωτου. Και η αίσθησή του είναι μια δραματική μετάδοση στο θεατή.
»Η επιλογή τού έργου αυτού από το Προσκήνιο [ανέβασε την παράσταση τον Σεπτέμβριο τού 1983] αποτελεί και μόνη της μια ευεργετική προσφορά.
»Ο κ. Αλέξης Σολομός [σκηνοθέτης τής παράστασης], ένας φανατικός και ριψοκίνδυνος Δήλιος κολυμβητής στο καζαντζακικό θέατρο, πρόσθεσε στο ενεργητικό του ένα ακόμα ανέβασμα του μεγάλου Στοχαστή.»

(Από άρθρο τού Τάσου Λιγνάδη, που παραθέτει η Θεοδώρα Παπαχατζάκη-Κατσαράκη στο βιβλίο της Το Θεατρικό Έργο τού Νίκου Καζαντζάκη, Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα 1985, σελ. 86-87.)

 

«[...] Τα θεατρικά τού Καζαντζάκη είναι δραματικά όχι επειδή ήταν άνθρωπος του θεάτρου, αλλ’ επειδή έβλεπε τη ζωή στο σύνολό της από την άποψη του πρωταγωνιστή και του ανταγωνιστή. Ο πρωταγωνιστής ήταν ο Άνθρωπος, ο ανταγωνιστής ήταν ο Θεός, και όλα του τα βιβλία είναι το πεδίο αυτής τής δραματικής σύγκρουσης μέχρι θανάτου. Το αποτέλεσμα είναι μια βαρβαρική και αισθησιακή αγριότητα που πάντοτε απειλεί να σπάσει τα δεσμά οποιασδήποτε λογοτεχνικής φόρμας επιχειρεί να τη συγκρατήσει, είτε λυρικής, επικής, μυθιστορηματικής, δοκιμιακής, ή δραματικής. Συγκινείται κανείς όχι τόσο από την τεχνική εκλέπτυνση όσο από την πυροτεχνηματική αποκάλυψη, όχι τόσο από τη μετρημένη συνέπεια, όσο από τον συντριπτικό αντίκτυπο.
»Το θέμα τού Σόδομα και Γόμορρα, όπως και το θέμα όλων των μειζόνων έργων τού Καζαντζάκη, είναι ο άγριος αγώνας μέχρι θανάτου μεταξύ Ανθρώπου και Θεού. Αλλά η λέξη “Θεός”, όπως χρησιμοποιείται από τον Καζαντζάκη, κουβαλά διφορούμενη και εναλλασσόμενη σημασία. Άλλες φορές την υψώνει σαν είδωλο της Χριστιανοσύνης, απλώς, όμως για να τη συνθλίψει καλύτερα. Άλλες φορές πάλι, τη “γονατίζει” με τη δική του εξελικτική αντίληψη του Θεού ως του élan vital στη Φύση, ως ένα όραμα του πάντοτε προελαύνοντος πνευματικού εξευγενισμού στον άνθρωπο και στη φύση, προς τον οποίον οδεύει ολόκληρο το σύμπαν, και όχι ως ένα στατικό σύμβολο τελειότητος, το οποίο ο άνθρωπος ίσως να φτάσει.
»Στα Σόδομα και Γόμορρα ο πρωταγωνιστής προς τον Θεό ως ανταγωνιστή είναι, αρχικά, ο Λωτ, κι έπειτα ο Πυρομάλλης Άγγελος, που ο Θεός στέλνει για να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα, αλλ’ ο οποίος ερωτεύεται τη σάρκα, και στο φινάλε ρίχνει το κοντάρι του στον ουρανό ξανά και ξανά. Ιδού ο Προμηθέας για άλλη μια φορά, και ο Εωσφόρος τού Milton, ο επαναστατημένος άγγελος. Ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από τον Δία για να βοηθήσει την ανθρωπότητα· ο Θεός δίνει στον Πυρομάλλη Άγγελο ένα αναμμένο κάρβουνο για να βάλει με αυτό φωτιά στα Σόδομα και τα Γόμορρα. Ο Εωσφόρος αντιτάχθηκε στην τυραννία τού Θεού και εκσφενδονίστηκε κατακέφαλα στην Κόλαση. Και οι τρεις στασιάζουν ενάντια στη δικτατορία τού Θεού, στην ανήλεη αδιαφορία Του προς τη μοίρα τού ανθρώπου.
»Η αγωνία τού Λωτ είναι έντονη. Θέλει μόνο να είναι καλός, να βαδίζει στα μονοπάτια τού Θεού [...], και μαστιγώνει το κορμί του αλύπητα. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο Θεός βάζει τον πειρασμό στον δρόμο του· γιατί πονηρά και άσωτα όνειρα τον τυραννούν τη νύχτα· γιατί, παρά τη θέλησή του, ξυπνά κι ανακαλύπτει πως κοιμήθηκε με τις κόρες του, δυο εντελώς ανήθικα νυμφίδια που είναι μακαρίως βέβαια πως ό,τι είναι σωστό γι’ αυτές πρέπει στα σίγουρα να είναι σωστό και για τον Θεό.
»Ο Λωτ οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για αρετή και δικαιοσύνη, αλλ’ είναι αφ’ υψηλού αδιάφορος για τον άνθρωπο και τις αντιλήψεις τού ανθρώπου (ακόμη και για τις αντιλήψεις τού ανθρώπου για τον Ίδιο)· ότι ο Θεός είναι μια ατέρμων δύναμη που ξεχύνεται στη Φύση, αιωνίως δημιουργώντας χωρίς αναφορά σε καλό ή κακό, δικαιοσύνη ή αδικία, στην ασχήμια ή στην ομορφιά.
»Είναι ο άνθρωπος, όχι ο Θεός, που έχει συλλάβει την καλοσύνη, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, την ομορφιά, και που θέτει γι’ αυτές διαρκώς εναλλασσόμενα πρότυπα. Δεν είναι ο Θεός, επομένως, που πρέπει να σώσει τον άνθρωπο, αλλ’ ο άνθρωπος που πρέπει να σώσει τον Θεό. “Ποιος είναι πιο μεγάλος”, κραυγάζει ο Λωτ, “ο Θεός ο αθάνατος γιά ο σκούληκας αυτός, που καβαλάει τη θάλασσα και τον αγέρα και μετατοπίζει τα νερά, μερώνει τα θεριά, αναποδογυρίζει τα έργα τού Θεού και πεθαίνει; Εγώ ’μαι ο σκούληκας, Κύριε, σκότωσέ με! Εγώ ’μαι τα Σόδομα και τα Γόμορρα, κάμε με στάχτη!”
»Ο βαθύτερος φωτισμός τού Λωτ έρχεται όταν συνειδητοποιεί ότι “Εχτελείς, Παραβαίνοντας την εντολή τού Θεού, Το θέλημά Του!”, γιατί, από ειρωνική αντίθεση, ακόμη κι ο νους, με τον οποίον ο άνθρωπος συνέλαβε τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη, ακόμη και την παράβασή Του, έχει δοθεί από τον Θεό. Ο Άνθρωπος είναι κατά κάποιον τρόπο μέσα στη Φύση, αλλά και εκτός τής Φύσης. “Ένας όμως”, λέει ο Άγγελος στον Λωτ, “μπορεί να Του αντισταθεί· σε αυτόν έχω τα θάρρη μου. ... Ο νους τού ανθρώπου”. “Σωστά, σωστά!” αναφωνεί ο Λωτ, “Γι’ αυτό, για να Του αντιστέκεται, τον έκαμε ο Θεός. Μα θα πέσει κι αυτός.” “Ας πέσει”, απαντά ο Άγγελος, “όμως θα πέσει από ψηλά. Μεγαλύτερη νίκη δεν μπορεί να περιμένει ο άνθρωπος. Μα του φτάνει. Πιο ντροπιασμένος βγαίνει ο νικητής”. Και στο τέλος τού έργου ο Λωτ κραυγάζει: “Δεν είναι δίκαιος, δεν είναι καλός· είναι παντοδύναμος. Παντοδύναμος, τίποτα άλλο!”
»Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ο πιο ασκητικός, ο πιο ηθικός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ μου. Ίσως όταν ο καιρός φτάσει στην τελική του κρίση, να τοποθετηθεί όχι μεταξύ των συγγραφέων, αλλά μεταξύ των προφητών και των ηθικολόγων. [...] Όταν ο Πάπας ανέγραψε τον Τελευταίο Πειρασμό στον Index [τον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων], ο Καζαντζάκης τηλεγράφησε στην Επιτροπή τού Index μια φράση τού Τερτυλλιανού: “Ad tuum, Domine, tribunal, appello” [...] και στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, “Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση”, “Για τους δικούς μας Μητροπολιτάδες και Δεσποτάδες, προσθέτω τούτο: Μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, Σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου, και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ”.»

(Από την Εισαγωγή τού Κίμωνος Φράιαρ στην έκδοση
Two Plays by Nikos Kazantzakis – Sodom and Gomorrah and Comedy: A Tragedy in One Act,
A Nostos Book, North Central Publishing Company, Minnesota 1982, σελ. 3-6.)

 

ΒΟΥΔΑΣ

«Ένα απ’ τα καθοριστικά στάδια απ’ τα οποία πέρασε ο σχηματισμός τής προσωπικότητας του Νίκου Καζαντζάκη ήταν αυτό τού βουδισμού. Σ’ αυτό βρίσκεται γύρω στο 1922, όταν απογοητευμένος από την ελληνική πραγματικότητα και πικραμένος [...] ζει στη Βιέννη και το Βερολίνο. Εκεί πρωτογράφτηκε το έργο το 1922, με πρωτότυπο τίτλο Γιαγκ-Τσε, όταν ήταν βυθισμένος στο μηδενισμό. Η αρχικά έμμετρη γραφή του σε 3.000 στίχους γίνεται πρόζα το 1932, διορθώνεται για άλλη μια φορά το 1940 στην Αίγινα και παίρνει την οριστική μορφή του στο τέλος τής ζωής του.
»Ο κόσμος μέσ’ απ’ αυτό προβάλλεται σαν προϊόν των αισθήσεων, χωρίς αντικειμενική υπόσταση. Έτσι ο απόλυτος υποκειμενισμός που δίνεται απ’ αυτό γίνεται το αντίβαρο στην εξωτερική δυστυχία, προσφέροντας στο άτομο την απόλυτη συνειδησιακή του ελευθερία. Όλο λοιπόν το έργο δεν είναι παρά μια διερεύνηση πάνω στο γνωστό μοτίβο: η ελευθερία υπάρχει πέρα από το φόβο και την ελπίδα.»

(Από το άρθρο τού Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη»
στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)

 

«[…] Λίγο καιρό πριν από τον θάνατό του, ο Νίκος Καζαντζάκης δήλωσε: “Ο Βούδας είναι το κύκνειο τραγούδι μου· αυτό τα λέει όλα.”
»Ωστόσο, αυτό το θεατρικό, παρ’ ότι είναι η πιο ξεκάθαρη έκθεση του καλλιτεχνικού “πιστεύω” τού Καζαντζάκη, πολύ λίγο έχει προσεχθεί είτε από τους μελετητές είτε από το κοινό.
»Τώρα, μέσα από την μετάφρασή του-σταθμό στα αγγλικά, γίνεται επί τέλους προσβάσιμο – συμπληρώνοντας την Οδύσεια και τον Ζορμπά τού Καζαντζάκη: μια θριαμβευτική έκφραση της τελικής θέσης τού συγγραφέα για τη ζωή, τον θάνατο και την υπερβατική δύναμη της Τέχνης. [...]»

(Από την έκδοση Buddha, Nikos Kazantzakis, Avant Books, San Diego - California 1983.)

 

«Στο Βερολίνο, το 1922, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ο Καζαντζάκης έγραψε και κατέστρεψε την πρώτη εκδοχή τού Βούδα. Ξαναγραμμένος το 1941, υπό τη ναζιστική κατοχή στην Ελλάδα, έφτασε την οριστική του μορφή το 1956.
»Η δράση και ο διαλογισμός, η σάρκα και το πνεύμα δεν έρχονται σε αντιπαράθεση. Οδηγούν στην ελευθερία, τη μόνη λέξη που ο Βούδας καταλείπει στους ανθρώπους, ως το πιο πολύτιμο δώρο του, τη στιγμή τού θανάτου του. Η σκηνή δείχνει τη μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις τής λογικής, ενσαρκωμένες στους νεαρούς Κινέζους επαναστάτες (τον Νέο Τσαγκ και την αδερφή του Μέι-Λίγκ) που έρχονται αντιμέτωποι με την προκατάληψη και την παραίτηση των γεωργών, με την παράδοση των Προγόνων και με αυτόν που την εκπροσωπεί μέσω της φεουδαρχικής εξουσίας, τον πατέρα του, τον Γέρο Τσαγκ. Ένας φυσικός κατακλυσμός (η πλημμύρα τού ποταμού Γιαγκ-Τσε), και όχι η άγνοια ή ο κομφορμισμός, θα τους νικήσει.
»Στις τρεις πράξεις τής τραγωδίας αυτής, ο Καζαντζάκης δείχνει τα στοιχεία που έχει περισώσει από τη βουδιστική σκέψη: την ασκητική αναγκαιότητα της γνώσης και τη σοφία· την προσωπική απελευθέρωση ενός “εγώ” και ενός κόσμου ψευδαισθήσεων· την αναζήτηση της δύσκολης πνευματικότητας, που δεν χρειάζεται την αναγνώριση κανενός θεού. Ο Γέρος Τσαγκ είναι εκείνος που διατρέχει αυτές τις στιγμές τής βουδιστικής άσκησης: καθώς καταρρέουν τα τρία φράγματα που συγκρατούν την προέλαση του ποταμού, καταρρέει και ο τοίχος τής σκέψης του. Έτσι, συνειδητοποιεί τη ματαιότητα των παραδοσιακών του πεποιθήσεων, σπάει τα δεσμά του, ανακαλύπτει την τελευταία βαθμίδα τής γνώσης: ο Βούδας δεν είναι παρά ένα από τα ονόματα του θανάτου ή της ζωής, του πεπρωμένου: ο καταστροφικός Γιαγκ-Τσε.
»Ως σύνθεση, ο Καζαντζάκης είπε ότι αυτή η τραγωδία ήταν σαν ένα βυζαντινό εικόνισμα με δυο “πατώματα”: στο πάνω βρίσκεται ο Βούδας, και κάτω η γη και οι κάτοικοί της. Όλα στο έργο, λοιπόν, ξετυλίγονται σύμφωνα με την προσταγή τής ανάγκης, απορρίπτοντας εντελώς το ενδεχόμενο της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης.
»Ο Καζαντζάκης δραματουργός έχει παραλληλισθεί με τον Κλωντέλ: και στους δύο, η Άπω Ανατολή άσκησε μεγάλη γοητεία, ιδίως το θέατρό της (υπάρχουν σκηνικά στοιχεία από το Θέατρο Νο και το Καμπούκι). Και στους δύο ενώνονται ο λυρισμός, τα τοπία και η απογύμνωση κάθε χαρακτήρα, ίδια τού καζαντζακικού θεάτρου και παρμένα ως επιρροή από την αρχαιοελληνική τραγωδία, κατορθώνοντας έτσι ο καθένας τους να ενσαρκώνει μια θεμελιώδη ανθρώπινη διάσταση.»

(Από την έκδοση Niko Kazantzakis, Buda: Tragediaen 3 actos,
Ediciones Carlos Lohlé, Buenos Aires - Argentina 1983.)

 

«Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα κινέζικο χωριό, στις όχθες τού ποταμού Γιαγκ-Τσε, λίγα χρόνια πριν από την επανάσταση του 1911.
»Η εισβολή τού Ευρωπαϊκού πολιτισμού έχει διχάσει τους κατοίκους σε προοδευτικούς και συντηρητικούς. Οι προοδευτικοί προσπαθούν να αφομοιώσουν τα θαύματα της τεχνολογίας, να εκσυγχρονιστούν, να χτίσουν φράγματα για να δαμάσουν τον ποταμό, που απειλεί με τις πλημμύρες του να τους καταστρέψει. Οι συντηρητικοί μένουν προσκολλημένοι στην παράδοση. Θεωρούν τη σύγχρονη τεχνολογία πρόκληση στους θεούς, “ύβρι”, και περιμένουν τη θεία Δίκη.
»Πραγματικά, κάποια μέρα, ο Γιαγκ-Τσε αρχίζει να φουσκώνει απειλητικά και να γκρεμίζει τα φράγματα. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι ζητούν από το γέρο άρχοντά τους βοήθεια. Ο γέρο-Τσαγκ θα προσφέρει στον ποταμό-θεό θυσία τα παιδιά του, για να τον εξευμενίσει, για να σταματήσει τις φοβερές πλημμύρες που σκορπίζουν στη χώρα την απόγνωση και το θάνατο. Ωστόσο πολύ γρήγορα θα διαπιστώσει την τραγική αλήθεια: η θυσία των παιδιών του είναι μάταιη. Το ποτάμι οργισμένο συνεχίζει την πορεία του, για να πνίξει τη χώρα κάτω από τεράστιους όγκους νερού και λάσπης. Μόνος θεός είναι ο Γιαγκ-Τσε, η ακατανίκητη Φύση, που καμιά θυσία δεν μπορεί να γαληνέψει την οργή της.
»Μια βαθιά μεταστροφή γίνεται στον γέρο-Τσαγκ. Απαρνιέται την παράδοση, τους προγόνους, τους θεούς και ζητάει από τους υπηκόους του να αντιμετωπίσουν με γαλήνη και ηρεμία τη μοίρα τους. Να πάψουν να αποζητούν τη λύτρωση και να πεθάνουν όρθιοι, περήφανοι. Ο γέρο-Τσαγκ γίνεται ένας καζαντζακικός ήρωας. Συνειδητοποιεί ότι ο αφανισμός είναι η αναπόφευκτη μοίρα τού ανθρώπου και η μόνη νίκη που μπορεί να πετύχει είναι να τον αντιμετωπίσει με στωικότητα και αξιοπρέπεια.
»Ο Καζαντζάκης επεξεργάζεται το θέμα του με τη σύγκρουση του παλιού και του καινούριου, με την αντιπαράθεση του φανταστικού και του πραγματικού. Προβλέπει το πολιτικό ξύπνημα του λαού στην Κίνα, την επανάσταση που θα ανατρέψει το κατεστημένο, ωστόσο όμως δεν πιστεύει στη νίκη και στην τελική επικράτησή της, γιατί στην ψυχή του κυριαρχεί η αμφιβολία, η απαισιοδοξία, ο νιχιλισμός. [...]»

(Από το βιβλίο τής Θεοδώρας Παπαχατζάκη-Κατσαράκη Το Θεατρικό Έργο τού Νίκου Καζαντζάκη,
Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα 1985, σελ. 51-54.)