ξεφυλλίστε το βιβλίο
Δάντης (Dante Alighieri)
Η ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ
ΤΟΥ ΔΑΝΤΗ

Μεταφραστής: Νίκος Καζαντζάκης
Σχολιαστής: Νίκος Καζαντζάκης
Είδος: ποίηση (έμμετρη μετάφραση)
Βιβλιοδεσία: σκληρό δέσιμο
Διαστάσεις: 21 εκμ × 14 εκμ
Σελίδες: 632
Τελευταία έκδοση/ανατύπωση: 2010

ISBN: 978-960-7948-32-8

Πόσα έχουν γραφεί, και πόσα άραγε θα γραφούν ακόμη, για την Κωμωδία τού Δάντη; Ο επιγραμματικός χαρακτηρισμός που της απέδωσε ο Βοκάκιος, Θεία, στάθηκε τόσο σύμφωνος με τις καρδιές όσων τη διάβασαν, ώστε να ενσωματωθεί στον τίτλο της.
Ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρούσε τον Δάντη ως μια από «τις ψυχές που έθρεψαν την ψυχή του» και δεν αποχωριζόταν μια μικρού σχήματος έκδοση του ιταλικού πρωτοτύπου τής Θείας Κωμωδίας. Ο αχόρταγος ταξιδευτής τού ορατού και του μη αισθητού κόσμου δεν μπόρεσε να μην ενδώσει στην πρόκληση να αποδώσει στα ελληνικά το αριστούργημα αυτό της ιταλικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στην έκδοσή μας περιλαμβάνονται και τα τρία μέρη τού έργου: Κόλαση, Καθαρτήρι, Παράδεισος, αλλά και Εισαγωγή με βιογραφικά στοιχεία για τον Δάντη και ανάλυση του έργου (με εξωτερικό και εσωτερικό διάγραμμα), καθώς και πολυσέλιδα Σχόλια και Λεξιλόγιο, όλα τού Νίκου Καζαντζάκη.

Η ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΟΥ ΔΑΝΤΗ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ας πάρουμε μια γεύση από τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη για τον μέγα Φλωρεντίνο:

«[...] Όλη η Θεία Κωμωδία είναι δάσο από σύμβολα. Στο έργο αυτό έχει συμπυκνωθεί αλάκερη η σοφία τού Μεσαίωνα.
»Κι όχι μονάχα η σοφία. Παρά κι όλα τα πάθη τού Μεσαίωνα. Η απληστία που είχαν τότε οι άνθρωποι να ζήσουν, ν’ αγαπήσουν, να μισήσουν, ν’ αποχτήσουν δύναμη· και συνάμα, ο μεσαιωνικός τρόμος για την Κόλαση, για το Θεό που τα βλέπει όλα, και τίποτα δε συχωράει, και δεν ανέχεται ανταρσία. Οι αγγέλοι, οι δαιμόνοι, δεν ήταν αφηρημένες ιδέες παρά όντα πιο πραγματικά από τους ανθρώπους κι από τα ζώα. Η Γης τούτη, η τόσο ελκυστική, ήταν παγίδα· κι αλίμονο σε όποιον γοητεύουνταν από τα δολώματα. Κι όμως οι άνθρωποι αυτοί τού Μεσαίωνα κυκλοφορούσαν μέσα στην παγίδα τούτη γιομάτοι αίμα χοχλακιστό, πεινούσαν κι έτρωγαν, διψούσαν κι έπιναν, αγαπούσαν, σκότωναν, με ένταση που η σημερινή άπιστη ανθρωπότητα δεν μπορεί πια να νιώσει.
»Ένας τέτοιος άνθρωπος, με τέτοιο αίμα, ήταν κι ο Δάντης. Και τα εφτά Αμαρτήματα τα είχε στο μέτωπό του· μα συνάμα και τις εφτά Φτερούγες, που τον χτυπούσαν και του σβήναν τις αθλιότητες και τις κακίες. Ο Δάντης δεν ήταν άνθρωπος της πένας, “λόγιος”· μήτε ήταν αγνός, ενάρετος, ανεξίκακος, δίκαιος· η ανάβαση γι’ αυτόν στο Καθαρτήρι ήταν έργο επίπονο, αιματερό, κατάχτηση ένοπλη κάθε στιγμή, μαστίγωμα της ψυχής του ανήλεο. Κι ο Παράδεισος δεν του ανοίχτηκε ήσυχα, χαρούμενα από τον πορτοφύλακα άγγελο· ο Δάντης έσπασε με τη βία την πόρτα τού Παράδεισου για να μπει.
»Γιατί ο Δάντης ήταν άνθρωπος άρτιος: σοφός, πολεμιστής, διπλωμάτης, ποιητής, γλωσσοπλάστης, χαροκόπος· αγάπησε πολύ τις χαρές τής γης – τη γυναίκα, το καλό φαΐ, την πολιτική εξουσία, την εγδίκηση, τη δόξα. Ήταν γιομάτος “αμαρτίες”, και συνάμα όλος ανάταση και λαχτάρα να σωθεί από τις αμαρτίες: να ξεθηκαρώσει από τη σάρκα, ν’ ανεβεί ίσαμε τον έμπυρο ουρανό τής ψυχής του, όπου ομορφιά, ηθική και πράξη ταυτίζουνται.
»Μπορεί ο Δάντης να μην είναι ο μεγαλύτερος ποιητής των αιώνων, σίγουρα όμως είναι ο μεγαλύτερος της ψυχής αρχιτέχτονας. Μέσα στο τρισυπόστατο χάος –της αμαρτίας, της μετάνοιας, της σωτηρίας– αυτός χάραξε σύνορα, άνοιξε δρόμους, στερέωσε πατώματα, έβαλε πόρτες, σκάλες, πύργους, πολεμίστρες, άνοιξε λάκκους χωριστούς για κάθε φάρα κολασμένους, σήκωσε εννιά πατώματα ουρανούς, για να βάλει τάξη και στις αρετές και στις μακαριότητες.
»Έβαλε τάξη και μέσα στην ψυχή μας. Κόλαση, Καθαρτήρι, Παράδεισος υπάρχουν μέσα μας, μυστική, φοβερή ανθρώπινη Τριάδα, κι όλο το τραγούδι τού Δάντη είναι το ασκητικό, επίπονο ανέβασμα από το χτήνος στο Θεό. Κάθε άνθρωπος έχει εντός του όλες τις αμαρτίες κι όλες τις δυνατότητες να τις παλέψει και να τις υποτάξει, κι όλες τις ελπίδες, ανηφορίζοντας από σφαίρα σε σφαίρα, δηλ. από άθλο σε άθλο, να σμίξει με το Θεό. Κολασμένος, Αγωνιστής, Λυτρωμένος, νά τα τρία πατώματα του τέλειου ανθρώπου. Ένα από αυτά τα τρία να λείψει –και του Κολασμένου ακόμα, προπάντων του Κολασμένου–, ο άνθρωπος είναι μισερός.
»Ο Δάντης μπήκε μπροστά, και με το τσεκούρι τού μυαλού του και με τη φλόγα τής καρδιάς του άνοιξε μέσα στο χάος τής ψυχής μας ανήφορο κι έβαλε τάξη. Έβαλε τάξη και στην αναρχούμενη πατρίδα του· σπαράζουνταν μεταξύ τους ηγεμόνας με ηγεμόνα, πολιτεία με πολιτεία, πάπας με αυτοκράτορα. Δεν ήξεραν πού τελειώνει η ράτσα τους κι από πού αρχίζουν οι Φράγκοι κι οι Αλαμάνοι· η λέξη “Ιταλία” ήταν ακαθόριστη, γλοιτσερή, χωρίς σκελετό, σα μαλάκιο. Παραφούσκωνε ή παραζάρωνε, ασυνάρτητη. Κι ήρθε ο Δάντης και της έβαλε ραχοκοκκαλιά. Με τον αποφασιστικό, σφυρηλατημένο σε αψεγάδιαστο μέταλλο στίχο του χάραξε τα σύνορα της Ιταλίας, από τ’ Απέννινα στη Σικελία, όλη την μπότα ανάμεσα Τυρρηνικού κι Αδριατικού πελάγου. Έσμιξε μέσα στο νου του τις αντιμαχόμενες πολιτείες με τόση συνοχή και δύναμη, που ανάγκασε τον καιρό να πραγματοποιήσει ό,τι αυτός, ο Δάντης, ονειρεύτηκε. Αν είχε προστέσει κι άλλες χώρες, κι αυτές θ’ αναγκάζουνταν να μπουν στην Ιταλία· αν είχε αφαιρέσει, δε θα ’μπαιναν. Τόσο παντοδύναμη είναι μια μεγάλη ψυχή που μπόρεσε να βρει την τέλεια έκφραση, τη δική της και της ράτσας της.
»Πάθος, τέλεια έκφραση του πάθους – νά το μυστικό τής παντοδυναμίας τού Δάντη. Πίστη, μίσος, λύσσα εγδίκησης. Και την εγδίκηση αυτή ο Δάντης την ήθελε όχι σε μέλλουσες ζωές, όπου μπορεί τα σώματα να ’χουν γίνει πνέματα και αγέρας και να μην πονούν όσο αυτός θέλει· παρά στην τωρινή ζωή, τη φλωρεντίνικη, όσο ακόμα έχει κι αυτός στέρεο χεροπιαστό σώμα, έχουν κι οι οχτροί του. [...]
»Μα όλο αυτό το πάθος θα χάνουνταν άνεργο, αν δεν το ’χε οχυρώσει μέσα σε τέλειο στίχο. Ένα μονάχα μπορεί ν’ αντισταθεί και να νικήσει τον καιρό – η τέλεια φόρμα. Ο Δάντης διάλεξε τις λέξες, όπως ο ανήλεος στρατηγός διαλέγει τους στρατιώτες του σε μιαν επικίντυνη έφοδο. [...]
»Δεν ήταν ο Δάντης διανοούμενος χαρτοπόντικας. Ζωή και τέχνη, πράξη και λόγος γι’ αυτόν ήταν ένα. Φτωχός, ξορισμένος, παράσιτος, όπως τον είχαν καταντήσει, άλλη παρηγοριά δεν του ’μενε παρά τούτη: μην μπορώντας πια να ριχτεί στην πράξη και να πάρει στ’ ανήλεα χέρια του την πολιτική εξουσία, κατέφυγε στο στίχο να εγδικηθεί. Γι’ αυτό κι ο στίχος του έχει τόση δριμύτατη πικράδα και γλύκα· τόση ανθρώπινη ουσία. Είναι συμπυκνωμένη πράξη και, πολύ συχνά, μετουσιωμένο φονικό.
»Ο Δάντης είναι ανώτατο υπόδειγμα όχι μονάχα για όσους ακολουθούν τη στράτα τής τέχνης και θέλουν να μάθουν από το μεγάλο αυτόν Δάσκαλο πώς “ο άνθρωπος γίνεται αθάνατος”· είναι κυρίως ανώτατο υπόδειγμα για όσους θέλουν να γίνουν άρτιοι άνθρωποι και θεωρούν την τέχνη ή την πράξη ή την ηθική ή κάθε ιδέα ως Βιργίλιο ή Βεατρίκη ή Άγιο Βερνάρδο, που μια και μόνο, μα ανυπολόγιστη, έχουν αξία: να μας δείχνουν τον ανήφορο της αυτοτελείωσης, ν’ ανεβαίνουμε επίπονα από τη σκοτεινή Κόλαση που έχουμε μέσα μας στο βουνό τής επίγειας άσκησης, κι από κει στη λύτρωση – δηλαδή στην απολύτρωση από κάθε τέχνη, πράξη, ηθική κι ιδέα· από κάθε χίμαιρα κι από κάθε πραγματικότητα.
»Στην τελευταία ανέκφραστη αστραπή όπου τελεύει τ’ όραμα.»

 

Ο Γεώργος Νάζος, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή, στις 25 Δεκεμβρίου 1934, έγραψε για τη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας από τον Νίκο Καζαντζάκη, την οποία χαρακτηρίζει ως «μνημειώδη και μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία απόδοση»:

ΕΝΑΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟΣ ΑΘΛΟΣ

Η “ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ” ΤΟΥ ΔΑΝΤΗ ΕΙΣ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

«Υπάρχει στην παγκόσμια λογοτεχνία ένα κείμενο του οποίου το νόημα είναι τόσο καταπληκτικά σφιχτοδεμένο με την επιγραμματική διατύπωση, τον ρυθμό και την στιχουργική αρμονία τής γλώσσας που γράφηκε, ώστε κάθε προσπάθεια μεταφοράς του σε άλλη γλώσσα να θεωρείται τόλμημα εκ των προτέρων καταδικασμένο σε βέβαιη αποτυχία. Και είναι βαθιά ριζωμένη σε όλο τον διανοούμενο κόσμο η πεποίθηση ότι η Θεία Κωμωδία τού Δάντη είναι και θα παραμείνει αμετάφραστη. Γιατί ο ξένος που θα επιχειρούσε να μετακινήσει την απαράμιλλη αρμονία των ιταλικών λέξεων του δαντικού στίχου θα ’πρεπε όχι μόνο να κατέχει άρτια την Τοσκανική διάλεκτο του 12ου αιώνος, αλλά και την ίσαμε σήμερα συνεχιζόμενη απέραντη δαντολογία –σχόλια, ερμηνείες, αμφισβητήσεις τού σκοτεινού κειμένου–, όχι μόνο να εξουσιάζει όπως την Τοσκανική στην εντέλεια και τη δική του γλώσσα, αλλά και να συνενώνει εξαιρετικές ιδιότητες που σπανιότατα συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο:
»Να είναι δηλαδή ιστορικός, σοφός, ποιητής και συνάμα ένας ακαταπόνητος εργάτης αλυσοδεμένος από τον αυστηρό δαντικό ενδεκασύλλαβο. Τότε μόνο θα μπορούσε να προσεγγίσει κάπως το απροσπέλαστο πρωτότυπο. Τέτοιοι όμως ιδεώδεις μεταφρασταί δε βρίσκονται εύκολα και γι’ αυτό σ’ ελάχιστες χώρες υπάρχουν αξιόλογες μεταφράσεις τού δαντικού αριστουργήματος. [...] Στην Ελλάδα, αν και η πλουσιότατη σε αποχρώσεις γλώσσα μας δεν έχει φτάσει ακόμη στην απόλυτη ενότητα του ύφους για να διευκολύνει μεταφραστικές εργασίες τόσο πολύπλοκες, βρέθηκαν εν τούτοις τολμηροί μεταφρασταί που καταπιάστηκαν με τον δαντικό λαβύρινθο.
[... Ο Γ. Νάζος αναφέρεται κατόπιν στις αποσπασματικές ή μη επιτυχείς, κατά τη γνώμη του, μεταφραστικές απόπειρες των: Μουσούρου, Καλοσγούρου, Ζουφρέ, Αντωνιάδη, Καιροφύλλα, Βουτσινά και Σταυρόπουλου, και στις διάφορες δυσχέρειες μετάφρασης της Θείας Κωμωδίας στην ελληνική γλώσσα. ...]
»Ευτυχώς, όλες αυτές οι προϋποθέσεις που φαίνονται ανυπέρβλητες, πραγματοποιήθηκαν και μπορούμε σήμερα να αναγγείλουμε την πρώτη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας στα ελληνικά από τον κ. Ν. Καζαντζάκη. Και μετάφραση πιστή ως την βαθύτερη ουσία τού δαντικού αριστουργήματος, τόσο που έρχονται σε δεύτερη μοίρα οι ασυνήθιστες στ’ αυτί μας λέξεις τής Κρητικής διαλέκτου ή και άλλων από τας οποίας ο μεταφραστής παρέλαβε το υλικόν που του χρειάζονταν για να ολοκληρώσει την δημιουργική του προσπάθεια, και φθάνομε στο σημείον, ώστε ν’ αδιαφορούμε τελείως για όποια λέξη δεν καταλαβαίνουμε και για όλα τα απροσδόκητα ξαφνιάσματα που παρουσιάζονται μπροστά μας. Το κατόρθωμα αυτό του μεταφραστού [...] δεν είναι ασφαλώς τυχαίον. Πρέπει ο άνθρωπος αυτός να αφομοιώθηκε τόσο με την ατμόσφαιρα του έργου που μετέφραζε, να ένοιωσε τόσο βαθιά την ανάγκη τής εκφράσεώς της, ώστε παρ’ όλα αυτά και με αυτή να πραγματοποιήσει μια γενικότατη απόδοση της μεγαλειώδους πνοής τού δαντικού έπους στην ανάμικτη γλώσσα του. Και όχι μόνο μια γενικότατη, αλλά και μια ειδικότατη, παρακολουθώντας με την αυστηρότερη προσήλωση τον δαντικό ενδεκασύλλαβο σ’ όλες τις διακυμάνσεις και σ’ όλες τις αποχρώσεις του με τέτοια προσήλωση, που οι 14.250 στίχοι τού ιταλικού κειμένου να αντιστοιχούν ακριβώς στην ελληνική μετάφρασή του με 14.250. [...]»

 

Άρθρο τού φίλου και βιογράφου τού Νίκου Καζαντζάκη, επίσης λογοτέχνη, Παντελή Πρεβελάκη, για την πολύκροτη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νεοελληνικά Γράμματα, στις 4 Μαΐου 1935:

«[...] Το καλοκαίρι τού 1932 ζούσα μονάχος σε μιαν ξαίθρα τού δάσους τής Μπουλώνης και γείτονά μου είχα τον Νίκο Καζαντζάκη. Κάθε βράδυ ανταμώναμε και, μακριά από τους θόρυβους και τις έγνοιες τής πολιτείας πασκίζαμε να τονώσουμε την ψυχή μας με ποίηση και με χίμαιρες. Κάθε βράδυ γύριζε κι ο Δάντης στο στόμα μας, σα μεγάλο υπόδειγμα καρτερίας, άσκησης και καθαρού πάθους. Όχι μια φορά, το Β΄ Άσμα τού “Παράδεισου”, με την τεράστια συμβολική σημασία του για όσους δουλεύουνε την Τέχνη, ανέβηκε στα χείλη μας:
O voi che siete in piccioletta barca,
desiderosi d’ascoltar, seguíti
dietro al mio legno che cantando varca...
»Η μετάφραση του Καλοσγούρου περνούσε συχνά από τα χέρια μας, κι ο Καζαντζάκης, σαν καλύτερος γνώστης τού πρωτότυπου, διόρθωνε εδώ κ’ εκεί το στίχο με μια λέξη ζωηρότερη κι ακριβέστερη κ’ έδειχνε τη δυνατότητα μιας νέας μετάφρασης αντάξιας τού πρωτότυπου. Ένα βράδυ μού φύλαγε τούτο το ξάφνισμα: Μού ’βαλε στο ένα χέρι τον Καλοσγούρο, στο άλλο μια μικρή φλωρεντίνικη έκδοση του Δάντη, που δεν την αποχωριζότανε ποτέ, κι άρχισε να μου διαβάζει από τα χαρτιά του:
Στο μεσοστράτι απάνω τής ζωής μας
σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι
γιατί ’ταν η ίσια στράτα αστοχημένη...
»Το ιταλικό κείμενο, λέξη με λέξη, συμφωνούσε με το λαμπρόν ελληνικό στίχο, που βάδιζε όπως κι ο ιταλικός σε έντεκα συλλαβές:
nel mezzo del cammin di nostra vita
mi ritrovai per una selva oscura,
chè la diritta via era smarrita...
»Όλο το πρώτο Άσμα τής “Κόλασης”, με θρησκευτική πίστη στο γράμμα τού κείμενου, σ’ εντεκασύλλαβο στίχο, με χάρη, με άνεση και με λυγεράδα, είχε μεταφερθεί στην καθαρότατη και πλούσια γλώσσα μας. Τον “άρτο των αγγέλων” που τραγούδησε ο Δάντης, τόνε κρατούσα πια μες στα χέρια μου.
»Από κείνο το βράδυ και πέρα, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα πραγματικού ενθουσιασμού κ’ έξαρσης, ο Καζαντζάκης πελέκησε πάνω στο πολυτιμότερο υλικό τής γλώσσας μας το έπος τού Δάντη. Οι 14.250 στίχοι, λέξη προς λέξη, στίχος προς στίχο, χωρίς καμιά παράλειψη και χωρίς κανένα παραγέμισμα, μεταφερθήκανε στη γλώσσα μας.
»Με την πρόθεση να βοηθήσω τον αναγνώστη ν’ αποτιμήσει την έχταση και τη σημασία τού μεταφραστικού αυτού έργου και συνάμα να εννοήσει το βαθμό τής ειλικρίνειας και της γενναιοφροσύνης που εμψυχώσανε τον Έλληνα ποιητή, θα παρουσιάσω εδώ συνοπτικά μερικούς στοχασμούς που μου γεννήθηκαν όταν για πρώτη φορά χάρηκα το πνευματικό δώρο που απολαβαίνει σήμερο η Ελλάδα.
»1. Η γλώσσα. Δεν είναι άγνωστο για όσους παρακολουθούνε τα νεοελληνικά γράμματα πως από δέκα κάπου χρόνια ο Νίκος Καζαντζάκης έχει αφοσιωθεί με εργατικότητα και με πάθος στη συγγραφή ενός μεγάλου έπους, του έπους τού πνευματικώς αγωνιζόμενου ανθρώπου, που το ’χει ονομάσει Οδύσεια. [...] Η συγκέντρωση τούτη της πνευματικής δραστηριότητας του Νίκου Καζαντζάκη απόδωσε, αν όχι τίποτε άλλο, μιαν τόσο τέλεια και οριστική γνώση τής ελληνικής γλώσσας, του πλούτου της και της πλαστικής ικανότητάς της, που δε θα μπορούσες να την απαιτήσεις πληρέστερη. Το ιδανικό κι ο σκοπός τής ζωής τού Καζαντζάκη ήτανε να προσφέρει, μαζί μ’ ένα μεγάλο ποίημα, ένα τέλειο υπόδειγμα γραπτού λόγου, που θα ’χε αντικρύσει και νικήσει κάθε δυσκολία και που θα ’χε εκφράσει τα λεπτότατα αισθήματα και τους πιο περίπλοκους στοχασμούς. Στη φιλοδοξία αυτή, που αρκεί για να γεμίσει μια ζωή, ενσωματώνεται ο άθλος τής μετάφρασης του Δάντη. Όπως ο μεγάλος Φλωρεντίνος διάλεξε από τα δεκάξι ιταλικά ιδιώματα του καιρού του τις λέξεις και τις εκφράσεις που αποτελέσανε τη γλώσσα τού έπους του και κατ’ ακολουθία την κοινή, την πανιταλική γλώσσα, όμοια κι ο Έλληνας ποιητής μέσα από τον αναρίθμητο πλούτο τής νέας ελληνικής γύρεψε να ξεκαθαρίσει και ν’ ανασύρει στο φως κάθε λέξη ή έκφραση που το δαιμόνιο τού λαού έχει δημιουργήσει. Πιο πλούσιο, πιο εύπλαστο, πιο εκφραστικό υλικό δε μεταχειρίστηκε ποτέ κανείς στην Ελλάδα. Ποτέ η λέξη σ’ ελληνικό ποίημα δε βάλθηκε με περισσότερη ακρίβεια, συντομία και δύναμη. Οι δυσκολίες που παρουσίασε το κείμενο και το μέτρο, στάθηκαν ωσάν ένα κίνητρο για το μεταφραστή για ν’ αποδείξει τους ανεξάντλητους πόρους τής γλώσσας του. [...]
»2. Ο στίχος. Ο εντεκασύλλαβος που για πρώτη φορά εφαρμόζεται στη μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη, παρουσίαζε για τους προγενέστερους μεταφραστές τούτη την ανυπέρβλητη δυσκολία, πως δεν μπορούσε να περιλάβει χωρίς παράλειψη τις έντεκα συλλαβές τού ιταλικού κείμενου. Το ν’ αποδοθεί σήμερα ο δαντικός στίχος με ελληνικό ισοσύλλαβο είναι μια πρόσθετη, κι όχι η μικρότερη, αξία τής γλώσσας. Απόδειξε με τούτο πλούτον, πλαστικότητα κ’ εκφραστική δύναμη. Η αρετή τού στίχου καθ’ εαυτόν βρίσκεται πριν απ’ όλα στην τέλεια αντιστοιχία του με τον ιταλικό και συνάμα στην ποικιλία του σε ρυθμούς και σε ηχητικούς καλλωπισμούς που του επέβαλε ο μεταφραστής.
»Ο εντεκασύλλαβος είναι, μαζί με το 15σύλλαβο, ο εθνικός στίχος μας, που θα τον ανταμώσεις στα χορικά τού Κρητικού θέατρου, στην Εύμορφη βοσκοπούλα, σε πλήθος δημοτικά τραγούδια, Κρητικά και Κυπριώτικα, και σε όλους σχεδόν τους νεότερους ποιητές μας. Είναι ίσως ο ποικιλότερος ελληνικός στίχος, κ’ οι τονικές μορφές που επιδέχεται φτάνουνε τις είκοσι οχτώ. Ο Έλληνας μεταφραστής τού Δάντη, θρεμμένος από τα ιταλικά έπη, τα σονέττα και τα έμμετρα δράματα, όλα γραμμένα σ’ εντεκασύλλαβο, γνώστης απαράμιλλος της δημοτικής μας ποίησης και του Κρητικού θέατρου, είχε μέσα στο αυτί του τον εντεκασύλλαβο, το βάδισμα αυτό τού ήτανε περίσσα γνωστό. Ό,τι για τους άλλους θ’ απαιτούσε άσκηση και υπολογισμό, για τον Καζαντζάκη υπήρξε εσωτερικός ρυθμός πειστικός και αυθόρμητος. [...]
»3. Η ποιητική πνοή. Ο πλούτος κ’ η ακρίβεια τής γλώσσας, η μουσικότητα κ’ η ποικιλία τού στίχου θα ’τανε πολύ φτενά χαρίσματα αν επήγαζαν μονάχα από έναν ευσυνείδητο μόχθο. Αφήνω δα που σ’ ένα μνημείο όπως η Θεία Κωμωδία κάθε μόχθος θα ’μενεν άκαρπος αν δεν ενεργούσε η ποιητική ψυχή, η έμφυτη σοφία τού δαιμόνιου, που αυτή μόνη μπορεί να νικήσει ή να λειάνει τις αναρίθμητες δυσκολίες. Ο Νίκος Καζαντζάκης καταπιάστηκε τη μετάφραση του Δάντη πάνω στην ώρα τής πνευματικής του ωριμότητας, πάνω στην καλύτερη στιγμή τής ζωής του, κ’ η επιχείρησή του άντλησε από ένα περίσσευμα δύναμης. Το βαθμό τής συγκέντρωσης και της έμπνευσης που ενυπάρχουν μέσα στο ποίημά του θα μπορέσουν να τον εχτιμήσουν μόνο όσοι έχουν αναλάβει και περατώσει, μέσα στην απόλυτη και την πιο καθαρή μοναξιά, δύσκολα έργα. Τούτοι είναι που θ’ αναγνωρίσουνε μέσα στο ελληνικό κείμενο τον αγέρα των κορυφών που ουρανίζει το δαντικό στίχο και θα νιώσουνε την τραχειά και αντρίκεια ομορφιά του, την ομορφιά κείνη που ευχότανε για το τραγούδι του ο ίδιος ο Δάντης:
S’io avesse le rime e aspre e chiocce!»

 

Για τον Δάντη συνέθεσε ο Νίκος Καζαντζάκης ένα από τα 21 «τραγούδια» του (canta) σε «τέρτσα ρίμα» (προς τιμήν τού δαντικού στίχου) που περιέχονται στο βιβλίο Τερτσίνες. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Τραχιές ψυχές που νιώθετε από αγάπη
και ρόδο ανθάτε τη φωτιά στα φρένα,
τον αρχηγό αγναντέψτε μες στη ράπη
τη λιοφρυμένη να περνάει σκυμμένα,
με τη ζεστή χινοπωριάτη στάλα,
κι οκνός, χλωμός να μπαίνει στη Ραβέννα.
[...]
Η δροσερή λαλιά κι η πλούσια γλώσσα
πώς περεχάει τα σπλάχνα και τα φραίνει!
και πώς απ’ του λαού την έρμη κλώσσα
κύκνος ο λόγος ξεπουλιάει και μπαίνει
στα γαληνά, τ’ αγνά νερά τού στίχου!
Τα μάτια κλει, θωράει στη ματωμένη
τη δύση και γρικάει στου απόσπερου ήχου
το πέλαο, να σαλεύει η Φλωρεντία.
Πύργους, παλάτια κι εκκλησιές, ξεστίχου
τα κάτεχε τα κάλλη της τα θεία·
και τώρα στα ισκιερά τού νου του ανώγια
σα Δεύτερη ανεβαίνει Παρουσία.
Αχ! πουθενά τόσο σταράτα λόγια
και τόσο νόστιμο ψωμί δε γεύτη·
μ’ αχού! δε θα την ξαναδεί, τα σόγια
των άτιμων τον έδιωξαν σαν κλέφτη·
μα παντοδύναμη η ψυχή τη φέρνει,
στερνή βολά, στου νου του τον καθρέφτη.
[...]
Ρίμες πλεχτές, σκληρό ακλουθώντας νόμο,
τρεις τρεις, σφιχτά σοφίλιαζαν σαν πέτρες·
κι οι στοχασμοί, στον νου τον οικοδόμο
πιστοί, κολόνες σκώνουνταν συδέτρες·
κι αρμονικές φωνές μες στο σκοτάδι
τη λειτουργιά κυβέρνουν νομοθέτρες.
[...]
Στο νου το μυστικό το ρόδο ανοίγει,
λάμπει όλο φως ο θάνατος ο μαύρος,
φωνή απαλή τα σπλάχνα του τυλίγει,
και με αναγάλλιαση κρυφή και φρίκη
θωράει τα ιερά θεριά με φως μαστίγι
βαρώντας τα σαν πονεμένη νίκη,
μεγαλομάτα, αγέλαστη, όλο βέλη
να κατεβαίνει απάνου του η Βεατρίκη.
Χιλιοτριαντάφυλλο ο ουρανός, κι οι αγγέλοι
τρυγούν, αργατικοί σαν τα μελίσσια,
της σκοτεινής αθανασιάς το μέλι.
[...]
Μα τ’ άγια μάτια τής καλής του αδράχνα,
σα δίχτυα γαληνά σε ονειροφάντη
βυθό, κορμί και νου του δίχως άχνα.
Ανοίγει η νύχτα αγάλια το αστρομάντι,
σμίξαν σταυρό τού άγριου αθλητή τα χέρια·
κι οι παζαρίτες βρήκαν πια το Ντάντη
νεκρό, τα πρώτα ως πρόβαλαν αστέρια.»